Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Εγώ έφερα το ευρώ στην Ελλάδα ... και θα το έκανα και πάλι

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε ατέλειες στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση που την κάνουν να φαίνεται περισσότερο ως ένα πολιτικό κατασκεύασμα παρά ένα συνεκτικό οικονομικό σχέδιο. Τα προβλήματα αυτά έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνα για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, που έχουν βρεθεί με μη ανταγωνιστικές εξαγωγές και τεράστιο χρέος.
Ένας Αθηναίος κάνει ανάληψη χαρτονομισμάτων ευρώ από ΑΤΜ, για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2002. (Yiorgos Karahalis /Reuters)

Αλλά το ευρώ ήταν μια καλή ιδέα για την Ελλάδα όταν η χώρα αποφάσισε να προσχωρήσει και μπορεί ακόμα να σωθεί. Ως Έλληνας υπουργός Οικονομικών στο διάστημα 1994-2001, καθοδήγησα την ένταξη της χώρας μου στην κοινό νόμισμα - και μέχρι σήμερα, πιστεύω ότι ήταν η σωστή απόφαση.
Γιατί η Ελλάδα επιδίωκε να ενταχθεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση; Οι οικονομικές επιδόσεις στην Ελλάδα μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν κακές: αντιμετώπιζε αργή ανάπτυξη, υψηλό πληθωρισμό και ανεργία, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, αυξανόμενο χρέος, διολισθαίνον νόμισμα και ανεπαρκείς υποδομές. Η έλλειψη μακροοικονομικής πειθαρχίας από την κυβέρνηση και η τάση της να υποκύπτει στις λαϊκίστικες απαιτήσεις και τα κατεστημένα συμφέροντα, αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής αδυναμίας της χώρας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 παγίωσε τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και προώθησε την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά απέτυχε να εκσυγχρονίσει την ελληνική οικονομία.

Στο μυαλό της προοδευτικής ελίτ της χώρας, η ένταξη στην οικονομική και νομισματική ένωση φαινόταν η ιδανική λύση για τα δημοσιονομικά δεινά της Ελλάδας. Η θεωρία ήταν ότι οι κοινοί κανόνες της ευρωζώνης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα επιβράβευσης και πειθαρχίας που θα οδηγούσε το πολιτικό σύστημα στο να ακολουθήσει μακροπρόθεσμους στόχους όπως η παραγωγικότητα και η αύξηση της απασχόλησης, και συνεπώς θα ανταποκρινόταν στις πραγματικές ανάγκες της χώρας.
Αρχικά, τα γεγονότα διαδραματίστηκαν σύμφωνα με το σχέδιο. Κατά την περίοδο της προσχώρησης της Ελλάδας στο ευρώ, 1994 - 2000, η οικονομία της σταθεροποιείτο ραγδαία, καθώς τόσο ο πληθωρισμός όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκαν δραστικά. Οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές έγιναν πιο σίγουροι, οι επενδύσεις αυξήθηκαν και η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα πακέτο φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα αυξήθηκε από -1.6% το 1993 σε σχεδόν 4% το 1997 και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο μέχρι το 2007.
Περίπου πριν από δέκα χρόνια, ωστόσο, τα πράγματα πήραν μια στροφή προς το χειρότερο. Ο υπερβολικός δανεισμός της Αθήνας δημιούργησε μια πιστωτική φούσκα, που έσπασε όταν η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση αντέστρεψε τις θετικές τάσεις των παγκόσμιων οικονομικών επιδόσεων.
Τι πήγε στραβά; Μια συνήθης απάντηση είναι ότι η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν κατάλληλη για την ευρωζώνη ούτως η άλλως, και ότι χρειαζόταν να «μαγειρευτούν» τα οικονομικά στατιστικά για να εξασφαλίσει την ένταξη της. Πράγματι, αρκετά χρόνια μετά την προσχώρησή της, το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ελλάδα για το 1999 αποδείχθηκε ότι ήταν υψηλότερο από το 3% του ΑΕΠ που απαιτείται για την συμμετοχή στο ευρώ. Αλλά αυτή η αναθεώρηση των στατιστικών δεν δείχνει από μόνη της εσκεμμένη παραποίηση: Ήταν μάλλον το αποτέλεσμα αυθαίρετων και πολιτικά υποκινούμενων μεταβολών στις λογιστικές μεθόδους. Ήταν σαν να είχε αναλάβει μια εταιρεία ένας νέος Διευθύνων Σύμβουλος και να άλλαζε τους κανόνες της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι επιδόσεις κατά το παρελθόν να έμοιαζαν ως αποτυχημένες.
Τα προβλήματα στην Ελλάδα, λοιπόν, δεν προέκυψαν κατά την διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας. Άρχισαν στα μέσα της τελευταίας δεκαετίας, όταν προέκυψαν μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Η ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών, ιδιαίτερα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, επιδεινώθηκε αισθητά σε σύγκριση με εκείνη των χωρών του πυρήνα. Οι κυβερνήσεις στην περιφέρεια έκαναν τα στραβά μάτια για την συσσώρευση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα, ενώ οι βόρειοι Ευρωπαίοι δημιουργούσαν πλεονάσματα. Οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις του πυρήνα μεταφέρθηκαν στην περιφέρεια με την μορφή πιστώσεων, οι οποίες με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης δημιούργησαν την απειλή των κρατικών χρεοκοπιών και μια πιθανή διάλυση της νομισματικής ένωσης.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένα από αυτά τα προβλήματα ήταν το αποτέλεσμα των θεμελιωδών ατελειών στην διαμόρφωση της ευρωζώνης. Επειδή η ευρωζώνη είναι μια ατελής νομισματική ένωση, οι λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες της δεν μπορούν να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους μέσω της υποτίμησης των νομισμάτων τους, ούτε βασίζονται σε έναν υπερεθνικό δανειστή έσχατης ανάγκης.
Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα στην Ελλάδα δεν ήταν ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της προσχώρησής της στο ευρώ. Η Αθήνα θα μπορούσε να τα αποφύγει πιέζοντας για δημοσιονομική εξυγίανση, έτσι ώστε να εξυπηρετεί το χρέος της, και να προχωρήσει στο είδος των μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Αντί να πέσει στην δημοσιονομική χαλαρότητα και την μεταρρυθμιστική αδράνεια που άρχισαν να χαρακτηρίζουν την ελληνική πολιτική, η χώρα θα έπρεπε να συνεχίσει την απελευθέρωση και την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας της, ενώ θα επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Η επίλυση της κρίσης θα απαιτήσει την ανάληψη δράσης τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης όσο και στις εθνικές πρωτεύουσες. Οι υπερχρεωμένες χώρες πρέπει να μειώσουν τα ελλείμματά τους και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους με την απελευθέρωση των οικονομιών τους και την προώθηση της ευελιξίας των μισθών. Η μείωση της κυβερνητικής σπατάλης, η καταπολέμηση της ευρέως διαδεδομένης φοροδιαφυγής, καθώς και η κατάργηση των περιοριστικών πρακτικών στην οικονομία είναι απαραίτητες για να κάνουν το ευρώ να λειτουργήσει στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο ευρωζώνης, η νομισματική ένωση θα πρέπει να επεκταθεί και να γίνει μια πλήρως ανεπτυγμένη οικονομική ένωση, με κοινούς δημοσιονομικούς και χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.
Οι πολιτικές που ξεκίνησε η Ευρωζώνη για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους ήταν ανεπαρκείς, ακόμη και αυτοκαταστροφικές. Οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν αναγκαστεί να υποστούν εξαιρετικά σκληρά μέτρα λιτότητας, όπως αυξήσεις φόρων και περικοπές στους μισθούς του δημοσίου τομέα και στις συντάξεις. Αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι περιφερειακές χώρες εφάρμοζαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως με την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και συρρίκνωση του δημόσιου τομέα
Οι ηγέτες σε επίπεδο ευρωζώνης, παραλείποντας να προωθήσουν μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας στην ζήτηση απλώς έκαναν τα πράγματα χειρότερα. Η Γερμανία αρνήθηκε να επωφεληθεί από την ισχυρότερη δημοσιονομική θέση της, έτσι ώστε να υιοθετήσει πιο επεκτατικές πολιτικές και να βοηθήσει καλύτερα τις περιφερειακές οικονομίες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εν τω μεταξύ, δεν έχει χαλαρώσει την νομισματική πολιτική στο βαθμό που απαιτείται για την αύξηση του πληθωρισμού στις χώρες του πυρήνα και έτσι να διευκολύνει να κλείσει το χάσμα της ανταγωνιστικότητας με την περιφέρεια.
Η επιδίωξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην περιφέρεια δεν θα είναι εύκολη. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει επιλέξει τα τελευταία χρόνια, να εξαπλώσει την δυστυχία μέσω της λιτότητας παρά να αντιμετωπίσει τα ειδικά συμφέροντα που μπλοκάρουν τις μεταρρυθμίσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις σε προστατευμένες αγορές, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, ο δημόσιος τομέας και τα συνδικάτα. Η ατζέντα της μεταρρύθμισης πιθανώς να κινηθεί αργά και στο επίπεδο της ευρωζώνη, γιατί αγγίζει ευαίσθητα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής των πόρων εντός της νομισματικής ένωσης και της μεταφοράς της κυριαρχίας από τα εθνικά σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Μπορεί η Ελλάδα να επιβιώσει στην ευρωζώνη; Αυτό εξαρτάται από το εάν το πολιτικό σύστημα της χώρας βρει την δύναμη να κάνει μεταρρυθμίσεις και το κατά πόσον η ευρωζώνη θα αναδιαμορφώσει τις πολιτικές της, υιοθετώντας μια αναπτυξιακή ατζέντα και κινούμενη πιο τολμηρά στο δρόμο προς την ενοποίηση. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει λόγος να είμαστε απαισιόδοξοι. Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, παρά την εμφάνιση μιας κυβέρνησης με μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό μετά τις εκλογές τον περασμένο Ιούνιο, φαίνεται πολυδιασπασμένο και αδύναμο. Στο μεταξύ, το ότι πλησιάζουν οι γερμανικές βουλευτικές εκλογές το φθινόπωρο είναι πιθανόν να αναβάλει τυχόν δύσκολες αποφάσεις σε επίπεδο ευρωζώνης, αφού το Βερολίνο θα είναι απρόθυμο να κάνει κάποιες πιο μακρόπνοες δεσμεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, οι συνέπειες της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ήταν καταστροφικές τόσο για την χώρα όσο και την Ευρώπη στο σύνολό της. Η επακόλουθη αστάθεια θα μπορούσε να προκαλέσει μια απότομη πτώση στο ελληνικό βιοτικό επίπεδο και η Αθήνα, χωρίς την πίεση από τα επάνω, θα έχανε πολλά από τα κίνητρά της ώστε να προχωρήσει προς τα εμπρός με καίριες μεταρρυθμίσεις. Μια ρήξη στην νομισματική ένωση, άλλωστε, θα μπορούσε να υπονομεύσει την συνοχή των υπολοίπων μελών της ευρωζώνης. Αν η υπόσχεση μιας πιο τέλειας ένωσης δεν ενθαρρύνει την Ευρώπη να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις, θα πρέπει να το κάνει ο φόβος της εναλλακτικής προοπτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου