Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Γιατί απέτυχαν οι «βασιλείς» του χρήματος

Ο Ben Bernanke είναι πεπεισμένος ότι η νομισματική τόνωση θα μας οδηγήσει στην οικονομική σωτηρία, ο Mark Carney μιλάει για τροχιά διαφυγής κι ο Haruhiko Kuroda ελπίζει ότι η αύξηση του ιαπωνικού πληθωρισμού στο 2% θα ανοίξει τον δρόμο για τον μεγάλο οικονομικό πλούτο. Αν του δινόταν η παραμικρή ευκαιρία, ο Lord Turner of Ecchinswell ευχαρίστως θα στρατολογούσε ελικόπτερα να ρίχνουν χρήμα, στην προσπάθεια να βοηθήσει τον δρόμο προς την ανάπτυξη.

Οι βασιλείς του χρήματος μπορεί να ελπίζουν ότι θα έρθει η ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, όμως έχουν δίκιο να πιστεύουν ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να μετασχηματιστεί έτσι ώστε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα; 

Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές. Οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη που κάνουν τόσο η αμερικανική Federal Reserve όσο και η Bank of England είναι επίμονα υπεραισιόδοξες. Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία από την Ιαπωνία δείχνουν ότι ο κ. Kuroda έχει ακόμη πιο δύσκολο έργο απ’ όσο νόμιζε. Τα ευρωπαϊκά επιτόκια κινούνται σε αρνητικό ρεκόρ, αλλά η οικονομία της ευρωζώνης συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Παραδέχομαι ότι η αμερικανική οικονομία έχει αρκετά καλύτερη πορεία από τις περισσότερες υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, όμως, για τα δικά της δεδομένα, η ανάκαμψη παραμένει απογοητευτικά αδύναμη. Το καλύτερο που μπορούμε να πούμε, ίσως, είναι ότι αν δεν υπήρχε η νομισματική υποστήριξη η οικονομική κατάσταση πιθανότατα θα ήταν πολύ χειρότερη.


Πέρα από τα βραχυπρόθεσμα στοιχεία, υπάρχει μια βαθύτερη ανησυχία. Μετά από χρόνια κατά τα οποία η συμβατική άποψη επέβαλε να επικεντρώνονται οι κεντρικές τράπεζες μόνο στην επιδίωξη της σταθερότητας τιμών, τώρα οι νομισματικοί θεσμοί που μας διοικούν φορτώνονται όλο και περισσότερο με πολυσχιδείς στόχους: από τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη χαμηλή ανεργία μέχρι την ταχεία ανάπτυξη και, βεβαίως, τον χαμηλό πληθωρισμό.
Για να τα καταφέρουν όλα αυτά οι κεντρικοί τραπεζίτες υποχρεώνονται να πειραματίζονται όλο και περισσότερο όσον αφορά είτε τις θεσμικές συμφωνίες είτε την επιλογή στρατηγικής, γεγονός που ολοφάνερα καθρεφτίζεται στη διαρκή επέκταση των ισολογισμών και στον αυξημένο ενθουσιασμό για την αποκαλούμενη «μελλοντική οδηγία».
Η μελλοντική οδηγία [οι ενδείξεις της πιο μακροπρόθεσμης στρατηγικής μιας κεντρικής τράπεζας] εν τέλει ίσως υπονομευθεί από τις δυνητικές εσωτερικές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, μια δέσμευση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και η ποσοτική χαλάρωση θα συνεχιστεί, μέχρι να πέσει η ανεργία σε ένα συγκεκριμένο όριο, ίσως δείχνει ευαισθητοποιημένη, αλλά δεν απέχει και πάρα πολύ από τις συμπεριφορές που επικρατούσαν τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές του 1970, όταν θεωρούνταν δεδομένο -κακώς- ότι υπήρχαν αρκετά περιθώρια στην παραγωγική δυνατότητα ώστε να μη γίνει πρόβλημα ο πληθωρισμός.
Ο Anthony Barber, ο συντηρητικός υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας το 1972 επιβεβαίωσε θλιβερά αυτό το σφάλμα, έχοντας δηλώσει «δεν πιστεύω ότι η στήριξη στη ζήτηση που προτείνω θα αντιβαίνει τη μάχη κατά του πληθωρισμού».
Σήμερα δεν είναι τόσο εύκολο να τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός με το στιλ του 1970 ή του 1980. Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο η δύναμη των εργατικών σωματείων δεν είναι αυτή που ήταν. Το «χαλαρό» κεφάλαιο μπορεί να μετακινηθεί στην Κίνα, στην Ινδία ή σε άλλους παραγωγούς με χαμηλό κόστος. Ακόμη και εκεί όπου οι τιμές αυξάνονται ταχύτερα απ’ όσο αναμένεται -με πρώτο παράδειγμα τη Βρετανία- οι μισθολογικές αυξήσει παραμένουν μικρές.
Σε κάθε περίπτωση, η απελπισμένη προσπάθεια επιτάχυνσης της ανάπτυξης με νομισματική στήριξη μπορεί να φέρει προβλήματα. Ειδικά, μάλιστα, ενώ η νομισματική πολιτική έχει επιδείξει τρανά τη δυνατότητά της να μεταβάλει τις τιμές των χρηματοπιστωτικών προϊόντων -οι άνοδοι στα χρηματιστήρια, η μείωση στα spreads των ομολόγων και οι μεγάλες συναλλαγματικές διακυμάνσεις είναι σαφείς ενδείξεις της ισχύος των κεντρικών τραπεζών-, ίσως υπάρχει μια αυξανόμενη αποσύνδεση ανάμεσα στις χρηματοπιστωτικές ελπίδες και την οικονομική πραγματικότητα. Σε πραγματικά μεγέθη, οι αμερικανικές μετοχές έχουν αποκομίσει κέρδη ανάλογα με προηγούμενων ανακάμψεων, αλλά η οικονομία πάσχει από σοβαρή ολιγωρία.
Εν τω μεταξύ, στον βαθμό που τη νομισματική πολιτική τη διατρέχουν συναλλαγματικές διακυμάνσεις, είναι αναμενόμενο το γεγονός ότι αυξάνονται οι κατηγορίες για νομισματικούς πολέμους. Αντί να προσφέρει δυναμική ανάπτυξη, η νομισματική πολιτική ίσως εξυπηρετήσει μόνο την αναδιανομή των αναπόφευκτων ζημιών που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική κρίση: μια πτωτική συναλλαγματική ισοτιμία, στο κάτω-κάτω, συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα στο εσωτερικό (λόγω των αυξημένων τιμών εισαγωγών), ενώ μειώνει την αξία σε ξένο νόμισμα των υποχρεώσεων ενός κράτους προς τους ξένους πιστωτές του. Θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «αόρατη στάση πληρωμών».
Η συμπεριφορά των κεντρικών τραπεζών έχει μεταβληθεί σε πολλές περιπτώσεις μέσα στον χρόνο, όπως όταν κατέρρευσε η συμφωνία Bretton Woods και ξεκίνησαν οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες στη δεκαετία του 1970 ή όταν επιδιώχθηκε η νομισματική στόχευση στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80.
Συχνά, αυτές οι μεταβολές προκαλούνται από πολιτική απελπισία. Η σημερινή συγκυρία δεν διαφέρει. Οι κυβερνήσεις τώρα χρειάζονται ταχύτερη ανάπτυξη για να βοηθήσουν στη βελτίωση των δημοσιονομικών τους. Οι κεντρικές τράπεζες πιέζονται όλο και περισσότερο να κάνουν την απαραίτητη νομισματική αριθμητική πράξη. Κάνοντάς το, όμως, η συνακόλουθη εσφαλμένη αποτίμηση ενεργητικών και η ανάπτυξη διακρατικών carry trades ίσως το μόνο που κάνει είναι να φυτεύει τους σπόρους της επόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης.
*Ο αρθρογράφος είναι ανώτατος οικονομολόγος της HSBC. Το νέο του βιβλίο με τίτλο «When the Money Runs Out: The End of Western Affluence» θα εκδοθεί από το Yale τον Μάιο. By Stephen King*
ΠΗΓΗ: FT.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου