John Kolesidis-Reuters
Εάν ξεκινούσαμε λοιπόν την ανάλυσή μας από εδώ θα εγκλωβιζόμασταν σε ένα αναπόδραστο δίλημμα και θα καταλήγαμε πράγματι, αβίαστα στις ίδιες πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι ωστόσο προφανές, ότι η Δημοκρατία, παρότι τούτο αποτελεί κοινοτοπία, δεν έχει αδιέξοδα. Και όλα σχετίζονται. Σ’ αυτήν την περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης όλα σχετίζονται με το βαθμό στον οποίο οι πολιτικές που μας επιβάλλονται (κατ’ άλλους καλώς, κατ’ άλλους κακώς) μπορούν να αναγνωσθούν ως μια ισορροπία απέναντι στο εθνικό μας συμφέρον να μετέχουμε σε ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι εκμεταλλευτικό και οδηγεί σε ανισότητες και στη δική μας θέση σ’ αυτό το σύστημα: εάν μπορούμε δηλαδή να μετριάσουμε αυτές τις συνέπειες ή και να τις αντιμετωπίσουμε εξ ολοκλήρου επιθετικά και προς όφελός μας. Και είμαι σίγουρος πως κανένας Ελβετός δεν έχει σημαντικές ενστάσεις για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, τουλάχιστον όχι τόσες όσες έχουν οι φτωχοί Νιγηριανοί.
Συνεπώς, παρότι οι ιδεολογίες και η κρίση του τι είναι ορθό και τι όχι παραμένουν σταθερές, οι πολιτικές του κράτους μπορούν να μεταβάλλονται προς το σκοπό της μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας. Κατά μια έννοια, αξιοποιώντας στρεβλά τον όρο, στη βάση ενός κριτηρίου κοινωνικού ωφελιμισμού. Αυτός μπορεί να είναι και ο υπολειμματικός ρόλος της ελληνικής κεντροαριστεράς στο παγκόσμιο σύστημα. Υπολειμματικός ως προς τον υψηλό ιδεολογικό στόχο της συνεισφοράς στην οικοδόμηση μιας παγκόσμιας κοινωνίας της ευημερίας και της ειρήνης. Βασικός στόχος, δηλαδή, της ελληνικής κεντροαριστεράς οφείλει να είναι, πρωτίστως, να προστατεύσει από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα όσο περισσότερη ευημερία του ελληνικού οικονομικού συστήματος μπορεί. Οι ad hoc, λοιπόν, πολιτικές και οικονομικές προτάσεις που θα παρουσιαστούν παρακάτω στοχεύουν ακριβώς σε αυτό. Στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε ένα παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα που συσσωρεύει τρομακτικές ανισότητες, οι οποίες δεν δικαιολογούνται με κανένα μέτρο δικαιοσύνης και έτσι, υπό μια έννοια, αριστοτελικά, πρέπει να ιδωθεί ως ένα παγκόσμιο σύστημα υπό άρση. Η ιστορία, όμως, είναι σχετικό μέγεθος, και μας έχει διδάξει ότι συστήματα υπό άρση μπορεί να αντέξουν πολύ. Βέβαια, μια τέτοια διαπίστωση δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η ελληνική κοινωνία είναι σε αναμονή μιας παγκόσμιας πολιτικής τελεολογίας, ενός προοδευτικού τέλους της ιστορίας.
Η πολιτική συζήτηση, λοιπόν, για τις ιδεολογίες στην εποχή της κρίσης πρέπει να ξεκινήσει από τα προφανή, από το γεγονός, δηλαδή, ότι η έλευση της τρόικας στην Ελλάδα δεν σήμανε το τέλος της ιστορίας των ιδεολογιών ούτε την απαρχή νέων τάσεων σκέψης. Επιπλέον, οι όποιες παρατηρήσεις γίνουν παρακάτω στοχεύουν στο να απαντούν με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στα μεγάλα προβλήματα και διλήμματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία στην καθημερινότητά της και να μην συγκροτούν απλώς γενικές αρχές στις οποίες όλοι μπορούν δυνητικά να προσχωρήσουν, όπως ότι: «υπάρχει η ανάγκη να συγγραφεί ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας» και άλλες παρόμοιες γενικολογίες. Η διάκριση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών θέσεων δεν είναι ένα παιχνίδι τακτικισμού και διαχείρισης των συγκυριών της πολιτικής ούτε γίνεται στη βάση απλοϊκών σκέψεων όπως: συντήρηση ίσον στασιμότητα, πρόοδος ίσον κινητικότητα. Συνεπώς, αναλύοντας και την επικαιρότητα, οι ιδέες περί Ευρωπαϊκού Κόμματος ή Κόμματος των Μεταρρυθμιστών ακούγονται μάλλον γραφικές ή επιχειρούν να συγκαλύψουν σκληρές ιδεολογικές θέσεις πίσω από όμορφες λέξεις, για τις οποίες κανείς δεν διαφωνεί ότι είναι τέτοιες, αλλά πολύ φοβάμαι πως όλοι θα εναντιωθούν όταν διαπιστώσουν το πραγματικό τους περιεχόμενο, τη στιγμή που π.χ. οι «ευρωπαϊστές» θα αναγκαστούν να μιλήσουν ή να πράξουν προς συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις.
Στην παγκόσμια ιδεολογική κατάταξη του 21ου αιώνα, λοιπόν, δεν υπάρχουν φιλελεύθεροι, κεντρώοι και μεταρρυθμιστές, αλλά νεοφιλελεύθεροι, αριστεροί (αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ως κεντροαριστεροί ή σοσιαλιστές) και κομμουνιστές. Όλα τα άλλα, λέγονται περισσότερο για να λέγονται και να δημιουργούν γραμμές διαφοροποίησης εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Αναφέρομαι βέβαια μόνο στις συστημικές ιδεολογίες και αποκλείω τις φασιστικές ή αυταρχικές ιδεολογίες. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, λίγο περισσότερο αναλυτικά γι’ αυτές τις συστημικές ιδεολογίες.
Ο κομμουνισμός γνωρίζουμε όλοι τι είναι και τι επιδιώκει. Είναι μια πλήρως αντιφιλελεύθερη πολιτική ιδεολογία, η οποία ωστόσο θεωρεί πως ο απόλυτος εξισωτισμός των προσώπων θα οδηγήσει στην πραγματική ελευθερία και ισότητα, που έχει ακυρωθεί από την υπολειμματική τους έκφανση, την ελευθερία της αγοράς.
Ο κομμουνισμός γνωρίζουμε όλοι τι είναι και τι επιδιώκει. Είναι μια πλήρως αντιφιλελεύθερη πολιτική ιδεολογία, η οποία ωστόσο θεωρεί πως ο απόλυτος εξισωτισμός των προσώπων θα οδηγήσει στην πραγματική ελευθερία και ισότητα, που έχει ακυρωθεί από την υπολειμματική τους έκφανση, την ελευθερία της αγοράς.
Οι δυο εναπομένουσες ιδεολογίες, η αριστερή (ή εάν θέλετε, για λόγους διάκρισης από την κομμουνιστική, ας την ονομάσουμε ως κεντροαριστερή) και η νεοφιλελεύθερη, καθώς έχουν αποδεχτεί τον κομβικό ρόλο της οικονομίας της αγοράς, η οποία προϋποθέτει την ελευθερία, με περισσότερη ή λιγότερη ρύθμιση, είναι φιλελεύθερες. Αποδέχονται επίσης και τη Δημοκρατία στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική της μορφή. Προς τι λοιπόν η ξαφνική αγάπη για την ελευθερία που θέτουν εκ του πονηρού σήμερα κάποιοι δήθεν κεντροαριστεροί; Εκ του πονηρού τίθεται επίσης και ο διαχωρισμός μεταξύ φιλελευθέρων και νεοφιλελευθέρων (για να μην μιλήσουμε για την ειδικής εμπνεύσεως και ανύπαρκτη ιδεολογική κατηγορία του κοινωνικού φιλελευθερισμού) από την πλευρά των συντηρητικών ιδεολογιών, για να κρυφτεί το αληθινό περιεχόμενο της πολιτικής τους (κρίση ειλικρίνειας) και κάποιες φορές ίσως και από άγνοια (κρίση ταυτότητας). Είναι ένα κατάλοιπο και στις δυο περιπτώσεις, των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και μια ιστορική μεταφορά από τον 18ο αιώνα και την αντίδραση της πλούσιας αστικής τάξης απέναντι στα προνόμια των ευγενών. Η συγκεκριμένη πολιτική συζήτηση δεν έχει πλέον κανένα νόημα, καθώς αφενός δεν υπάρχουν ευγενείς με προνόμια και αφετέρου δεν υπάρχει κανένα ουσιώδες μονοπώλιο του κράτους και κανένα από τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς δεν επιδιώκει να κλείσει τα ιδιωτικά νοσοκομεία ή σχολεία και δεν πρόκειται να εμποδίσει κανέναν να παράγει ρεύμα ή να προσφέρει υπηρεσίες τηλεφωνίας-επικοινωνίας φτηνότερα ή ακριβότερα από το κράτος.
Τι είναι, όμως, αυτή η κεντροαριστερά και τι θα όφειλε να κάνει εάν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας σήμερα; Διότι, όλες οι παραπάνω αναλύσεις έχουν ένα γενικό και αφηρημένο, ως προς τις ειδικές πολιτικές, υπόβαθρο και οι οποίες, παρότι ίσως να είναι ένας χρήσιμος ιδεολογικός μπούσουλας για συζητήσεις θεωρητικών, σε κάθε περίπτωση δεν θα βοηθούσαν και πολύ εάν δεν συνοδεύονταν από τις αναγκαίες εξειδικεύσεις επιμέρους πολιτικών. Και ως γνωστόν, η πολιτική, όπως μας βεβαιώνουν συχνά οι έμπειροι πολιτικοί μας που θητεύουν επί δεκαετίες στο ελληνικό κοινοβούλιο, είναι η τέχνη του εφικτού. Σταματούν, όμως, εκεί. Εμείς αμέσως παρακάτω θα μιλήσουμε για τις εφικτές, αλλά και τις ορθές πολιτικές, διότι εφικτές είναι και οι πολιτικές της Χρυσής Αυγής (και των κρεματορίων, όπως απέδειξε η ιστορία). Τι είναι λοιπόν η κεντροαριστερά μας;
Στην Οικονομία:
• Η κεντροαριστερά πιστεύει πως η ανάπτυξη της οικονομίας θα έρθει από τις πρωτογενείς επενδύσεις, ιδιωτικές και δημόσιες και όχι από την εκποίηση των παραγωγικών επιχειρήσεων της χώρας. Είναι υπέρ της δημόσιας παραγωγής αγαθών αλλά και αρωγός σε κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία που μπορεί να οδηγήσει υπό τους ίδιους όρους σε πιο ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και, φυσικά, δεν αποδέχεται τις ανιστορικές διαπιστώσεις περί πανάκειας της ιδιωτικής οικονομίας. Η κεντροαριστερά δεν φοβάται τις δημόσιες τράπεζες ή τις δημόσιες επιχειρήσεις. Άρα, στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων η κεντροαριστερά δεν ρωτάει εάν της αρέσει ο συνδικαλισμός της ΔΕΗ, αλλά εάν η ιδιωτικοποίηση αυτής της δημόσιας εταιρείας θα οδηγήσει σε φτηνότερο ρεύμα, βιώσιμη παραγωγή, επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, καλύτερους μισθούς για το προσωπικό. Διότι, εάν πρόκειται για ιδιωτικοποιήσεις όπως τα Ναυπηγεία ή το Αεροδρόμιο των Αθηνών, που οφείλει εκατοντάδες εκατομμύρια σε φόρους στο ελληνικό δημόσιο και διώχνει εναέρια κίνηση προς άλλες χώρες και ειδικά προς την Τουρκία, με την τιμολογιακή πολιτική των μετόχων του, τότε η κεντροαριστερά διακρίνει πως η ιδιωτική πρωτοβουλία υποβαθμίζει την κοινωνική ευημερία, που πρέπει να είναι πάντα το ζητούμενο των προοδευτικών (ακόμα και των λαϊκών συντηρητικών) πολιτικών. Ακόμα χειρότερα είναι τα αποτελέσματα από την πώληση του ΟΤΕ, όπου η τελευταία μεταβίβαση μετοχών έναντι 350 εκατ. ευρώ σήμανε ισόποσες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων. Επιπλέον, το προσωπικό βαίνει διαρκώς μειούμενο, χωρίς νέες επενδύσεις ούτε υφίστανται μειώσεις στις τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών. Η κεντροαριστερά είναι, λοιπόν, η υπεύθυνη δύναμη που δεν λέει αβασάνιστα ναι ή όχι στις ιδιωτικές επενδύσεις ούτε συνδέει την απάντησή της με επιφαινόμενα όπως ο κακός συνδικαλισμός. Απαντάει επί της ουσίας και με γνώμονα το συμφέρον του ελληνικού λαού, που φορολογείται επί δεκαετίες για να υπάρχει μια βασική παραγωγική υποδομή για την πρόοδο της χώρας. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, όπου δεν έχουν γίνει με σχέδιο και απόλυτο έλεγχο, έχουν φέρει φτώχεια και οικονομική καταστροφή, ειδικά όσον αφορά τις de facto μονοπωλιακές δημόσιες επιχειρήσεις, όπως οι εταιρείες ύδρευσης. Οι ιδιωτικοποιήσεις σ’ αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες, όπως έχουν αποδείξει και τα δεδομένα άλλων χωρών, οδηγούν σε υποβάθμιση υπηρεσιών και προϊόντων, σε αύξηση τιμών και μείωση επενδύσεων. Συνεπώς, η κεντροαριστερά δεν επιδιώκει την εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, ειδικά των de facto μονοπωλιακών, αλλά τις εξυγιαίνει από φαινόμενα διαφθοράς και κακώς εννοούμενου συνδικαλισμού και τις αξιοποιεί ως όχημα για την ανάπτυξη. Το ίδιο δεν ισχύει για τα δημόσια ακίνητα που δεν έχουν αφ’ εαυτά καμία παραγωγική ιδιότητα και συνεπώς κάθε επένδυση σε αυτά, ειδικά στην Ελλάδα που το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είναι καταπατημένο ή λαθρο-αξιοποιείται (όπως με τις σχολάζουσες κληρονομιές), μπορεί να θεωρείται πρωτογενής επένδυση και να αξιολογείται θετικά. Η κεντροαριστερά επιδιώκει, λοιπόν, τις πρωτογενείς επενδύσεις και όχι την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας σε τιμή ευκαιρίας. Ειδικά όταν τα έσοδα από αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις πηγαίνουν για την απομείωση του χρέους το οποίο μπορεί στο άμεσο μέλλον να διαγραφεί στο σύνολό του, οι όποιες ιδιωτικοποιήσεις σήμερα δεν συνιστούν υγιείς πολιτικές αποφάσεις. Στο θέμα των εσόδων από την αξιοποίηση των δημοσίων ακινήτων, αυτά μπορούν να αποδοθούν στα ασφαλιστικά ταμεία ως μερικό αντιστάθμισμα στην απομείωση των εσόδων και της περιουσίας τους από το αναγκαστικό «κούρεμα» που υπέστησαν τα ομόλογα ελληνικού δημοσίου που διακρατούσαν. Η κεντροαριστερά διαβλέπει τον υψηλό ρόλο ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων στο άμεσο μέλλον, όπως η ΔΕΠΑ που θα έχει τεράστια οικονομική και στρατηγική σημασία, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου εντός της Ελληνικής ΑΟΖ. Συνεπώς, το κράτος οφείλει να κρατήσει στην κυριότητά του αυτήν την χρυσοφόρα επιχείρηση, η οποία είναι επιπροσθέτως και τεράστιας στρατηγικής σημασίας.
• Η κεντροαριστερά αποτρέπει τον κοινωνικό αυτοματισμό στον οποίο μας οδηγούν οι συντηρητικές δυνάμεις, καθώς υποστηρίζει ότι τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι μεταξύ τους ανταγωνιστικά και σε κάθε περίπτωση προτρέπει προς την ανοχή και την κατανόηση. Εξηγεί, λοιπόν, στους πολίτες και ανθίσταται απέναντι στις νεοφιλελεύθερες, αντινοησιαρχικές αντιλήψεις που θέλουν κράτος και ιδιωτικό τομέα να είναι ανταγωνιστικοί και η ευημερία του ενός να προϋποθέτει την αποδυνάμωση του άλλου. Αποδέχεται, επίσης, ότι η μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα είναι ένα εμπόρευμα διαφορετικό από τα άλλα και δεν μπορεί να υπόκειται στους «νόμους» της προσφοράς και της ζήτησης. Η εργασία υπόκειται στους νόμους της ελευθερίας και της Δημοκρατίας, έτσι όπως η δεύτερη διαμορφώνει τους κανόνες της με βάση τη γενική βούληση και όχι με τρόπο που είναι προσκολλημένος σε νεοφιλελεύθερους δογματισμούς περί απόλυτης ελευθερίας, ήτοι, εργοδοτικής ασυδοσίας. Άλλωστε, η αρνητική έννοια της ελευθερίας, η ασυδοσία, εξυπηρετεί μόνο τους ισχυρούς. Συνεπώς, η κεντροαριστερά επιθυμεί η τιμή της εργασίας να ρυθμίζεται μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων, γιατί αυτό επιτάσσει η κοινωνική δικαιοσύνη και η δημοκρατική βούληση σχεδόν του συνόλου της κοινωνίας, πέραν του ότι αποτελεί εθνικό και πλέον και κοινοτικό κεκτημένο. Η κοινωνία δεν είναι απλώς το άθροισμα της ελεύθερης βούλησης προσώπων που επικοινωνούν απροϋπόθετα μεταξύ τους. Η κοινωνία είναι το σύνολο των αξιακά διαμορφούμενων κοινωνικών σχέσεων.
• Η κεντροαριστερά αναγνωρίζει πως υφίστανται στην παγκόσμια οικονομία πραγματικές στρεβλώσεις που ωφελούν λίγους και συγκεκριμένους και πως όποιος λαός βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό των έργων δεν βρίσκεται εκεί λόγω κάποιος εγγενούς κοινωνικής ανηθικότητας ή λόγω κοινωνικής ανεμελιάς. Στέκεται κριτικά απέναντι σε όσους κατηγορούν την πατρίδα μας για την οικονομική της απόδοση και αναγνωρίζει ότι η διανομή του παγκόσμιου πλούτου δεν γίνεται ανάμεσα σε εργατικούς και τεμπέληδες λαούς, κατά το ποσοστό της εργατικότητάς τους, αλλά παρεισφρέουν στη διανομή και ζητήματα βίας, συγκυρίας και άνισης δύναμης. Δεν θεωρεί τον οικονομικό ανταγωνισμό ως την κοινωνική τελεολογία, αλλά την κοινωνική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη ως αυτοσκοπούς. Η κεντροαριστερά γνωρίζει (αλλά δεν το επιθυμεί) ότι δεν πρόκειται να έρθουν επενδύσεις στη χώρα, διότι το κεφάλαιο δεν είναι φιλάνθρωπο. Εμπλέκεται στην παραγωγική διαδικασία μόνο όπου μπορεί με ασφάλεια να μεγεθυνθεί και όχι σε οικονομίες που ψυχορραγούν από την ύφεση. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια χώρα επενδυτικών ευκαιριών για εξαγωγική παραγωγή, διότι δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με τις Ασιατικές χώρες ή την Κίνα. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να παραχθούν προϊόντα σε μια χώρα όπου δεν μπορούν να καταναλωθούν και η οποία είναι ακριβότερη σε κόστος παραγωγής από τις αναπτυσσόμενες χώρες; Η ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει ποτέ μέσα από εκκλήσεις σε επενδυτές. Η πραγματική ανάπτυξη θα έρθει μόνο εάν πάρουμε την τύχη της χώρας μας στα χέρια μας και αποφασίσουμε ότι η χώρα θα αρχίσει ξανά να εργάζεται, αξιοποιώντας τις δημόσιες και ιδιωτικές εγχώριες δυνάμεις στην πρώτη γραμμή. Η ιδιωτική, εκ του εξωτερικού, συνεισφορά στην ανάπτυξη θα έρθει συμπληρωματικά μόνο όταν η χώρα αποκτήσει ξανά πραγματική προοπτική ανάπτυξης. Η κεντροαριστερά αντιμετωπίζει λοιπόν τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης ως μη έλλογες πολιτικές και σίγουρα όχι ως ορθολογικό (επιτασσόμενο από την οικονομική επιστήμη) μονόδρομο. Υποστηρίζει ότι η χώρα μας χρειάζεται άμεσα ένα σχέδιο Μάρσαλ και όχι βεβαίως ένα σχέδιο «μάσα», όπως απέδειξαν οι προθέσεις των ευρωπαίων εταίρων μας, με την πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου στη χώρα μας, ο οποίος επιχείρησε να αποσπάσει συμβόλαια για τις μεγάλες επιχειρήσεις της Γαλλίας από μια οικονομία που καταρρέει, αλλά και από τις πιέσεις άλλων χωρών να «αγοράσουν» σε τιμή ευκαιρίας παραγωγικές μας επιχειρήσεις.
• Η κεντροαριστερά διεκδικεί τη διαγραφή του εθνικού χρέους και δεν διατείνεται πως το αίτημα για οικονομική ανάταση μέσω της συνολικής επανεκκίνησης της οικονομίας συνδέεται με κάποιον εγγενή εθνικό «μπαταχτσισμό». Ενώπιον της διαγραφής της ζωής ενός ολόκληρου λαού δεν αναγνωρίζει καν ως ηθικό το αίτημα της συνέχισης της αποπληρωμής εθνικών χρεών, ειδικά μάλιστα σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και εθνικοποιεί τις ζημιές.
• Η κεντροαριστερά δεν απεμπολεί το δικαίωμα της έκδοσης χρήματος ως διαπραγματευτικό όπλο και «μαξιλάρι» στην κοινωνική εξαθλίωση. Ούτε φοβάται πλέον να ανοίξει στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη τον ασκό του Αιόλου. Η κεντροαριστερά αναγνωρίζει πως το μονοπώλιο της έκδοσης χρήματος πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωση της εγγύησης των καταθέσεων και κοινές (προοδευτικές) δημοσιονομικές πολιτικές και ενδοζωνική αναδιανομή του πλούτου. Αλλιώς, πρόκειται για ένα νομισματικό σύστημα που πολλαπλασιάζει τα αρνητικά αποτελέσματα μιας κρίσης από την φυγή των κεφαλαίων και των καταθέσεων. Συνεπώς, δεν επιχειρεί να έχει το ρόλο του μάντη Τειρεσία στο εάν οι Γερμανοί μας θέλουν ή όχι στην ευρωζώνη, αλλά αναζητά το εθνικό συμφέρον ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των άλλων.
• Η κεντροαριστερά προτάσσει ως θεμελιώδη πολιτική για την έξοδο από την κρίση τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ιδιωτικού και επιχειρηματικού χρέους και αφήνει στην ΕΚΤ την απάντηση στο ερώτημα εάν επιθυμεί τραπεζική κατάρρευση (bank run) στην Ευρώπη. Εάν η απάντηση της ΕΚΤ είναι αρνητική στην ανακεφαλοποίηση των τραπεζών απευθείας από την ίδια, ενεργοποιεί το κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας μας να εκδώσει συντεταγμένα το δικό της νόμισμα. Η επανάκτηση της δυνατότητας χάραξης νομισματικής πολιτικής συνιστά μεταξύ άλλων και ένα εργαλείο διόρθωσης της ανταγωνιστικότητας, συνεπώς, εναλλακτικές λύσεις υφίστανται και σίγουρα η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Η κεντροαριστερά στοχεύει στη μερική διαγραφή του ιδιωτικού χρέους και στην ανακούφιση των νοικοκυριών από το βάρος που δεν μπορούν πλέον να επωμιστούν. Επιδιώκει τη διαγραφή χρεών, μεταξύ άλλων και για να ανοίξει εκ νέου ο υγιής κύκλος του δανεισμού και της ανάπτυξης. Η κεντροαριστερά κοιτάζει, λοιπόν, το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών με την προοπτική της διαγραφής του, ώστε οι κατεστραμμένοι οικονομικά συμπολίτες μας να επιστρέψουν στην ομαλότητα της οικονομικής ζωής. Το κάνει αυτό με το βλέμμα στραμμένο στον ευρωπαϊκό μηχανισμό εγγύησης των καταθέσεων ή στην εθνική δυνατότητα έκδοσης νομίσματος. Η κεντροαριστερά δεν φοβάται τη δραχμή με το επιχείρημα ότι κάποιοι θα πλουτίσουν ακόμα περισσότερο με τη νέα κατάσταση, διότι η πλήρης υποβάθμιση που έχει δεχθεί η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών δεν συγκρίνεται σε τίποτα με τον ηθικό κίνδυνο να πλουτίσουν ορισμένοι ακόμη περισσότερο και σε κάθε περίπτωση δύναται να λάβει μέτρα για να μην συμβεί αυτό. Η κεντροαριστερά δεν επιθυμεί να κρατήσει το 60% των νέων εκτός εργασίας και εκτός ζωής για να μην αγοράσουν ορισμένοι πιο φτηνά κάποια διαμερίσματα. Ούτε επιδιώκει τη δραχμή. Θέτει μόνο τους σωστούς όρους για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, χωρίς να θεωρεί πως θα πρέπει να είναι προσδεδεμένη στο άρμα του ευρώ πάση –κοινωνική- θυσία.
• Η κεντροαριστερά αποκαθιστά άμεσα και χωρίς καμία άλλη συζήτηση, εάν βρεθεί στην εξουσία, τις συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και τους μισθούς στο δημόσιο τομέα, διότι αναγνωρίζει ότι η βασική αρχή λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η εκμετάλλευση του εφεδρικού στρατού εργασίας. Εάν ο μισθωτός αποδεχτεί εν τέλει τις περικοπές που έχει υποστεί ακόμα και εάν αλλάξει η πολιτική αυτή, τα οφέλη θα είναι ελάχιστα και οι δυνάμεις της συντήρησης θα έχουν καταφέρει να ακυρώσουν τους κοινωνικούς αγώνες δεκαετιών.
• Η κεντροαριστερά στηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις με επιθετική πολιτική προς το εξωτερικό και διασφάλιση του ανταγωνισμού και της διαφάνειας στο εσωτερικό. Πιστεύει στην οικονομική διπλωματία και ενισχύει κάθε προσπάθεια εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Η κεντροαριστερά ακολουθεί επιθετική πολιτική για τη βοήθεια των ελληνικών επιχειρήσεων. Συγκροτεί «εθνικό σχέδιο απαιτήσεων» από τους συμμάχους μας, το οποίο παρακολουθεί στις διεθνείς κυβερνητικές συναντήσεις και το θέτει ως αντάλλαγμα σε οτιδήποτε παραχωρεί. Προωθεί με σχέδιο τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα συμφέροντα των ελληνικών βιομηχανιών και δεν θεωρεί πως υφίσταται ένας κόσμος υγιούς ανταγωνισμού, ούτε πιστεύει πως μόνο οι καλύτερες επιχειρήσεις προχωρούν. Αναγνωρίζει την ισορροπία που υφίσταται μεταξύ δύναμης και καλής επιχειρηματικής απόδοσης.
Η κεντροαριστερά ακολουθεί επιθετική πολιτική για τη βοήθεια των ελληνικών επιχειρήσεων. Συγκροτεί «εθνικό σχέδιο απαιτήσεων» από τους συμμάχους μας, το οποίο παρακολουθεί στις διεθνείς κυβερνητικές συναντήσεις και το θέτει ως αντάλλαγμα σε οτιδήποτε παραχωρεί. Προωθεί με σχέδιο τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα συμφέροντα των ελληνικών βιομηχανιών και δεν θεωρεί πως υφίσταται ένας κόσμος υγιούς ανταγωνισμού, ούτε πιστεύει πως μόνο οι καλύτερες επιχειρήσεις προχωρούν. Αναγνωρίζει την ισορροπία που υφίσταται μεταξύ δύναμης και καλής επιχειρηματικής απόδοσης.
• Η κεντροαριστερά επιδιώκει ένα φορολογικό σύστημα (τουλάχιστον μακροπρόθεσμα) που θα φορολογεί το εισόδημα και όχι την περιουσία, καθώς αναγνωρίζει ότι στις σύγχρονες οικονομίες της αγοράς αυτά τα δυο είναι αποσυνδεμένα. Σίγουρα, όμως, φροντίζει να μην φορολογεί τη φτώχεια και βασικά αγαθά όπως η πρώτη κατοικία, το δικαίωμα στη θέρμανση, κτλ. Βασική αρχή του φορολογικού συστήματος που συγκροτεί είναι η προοδευτική φορολόγηση, αναγνωρίζοντας ότι για να έχει πάτο η φτώχεια πρέπει να έχει οροφή ο πλούτος. Στη φορολογική μεταρρύθμιση αξιοποιεί τους έμπειρους υπηρεσιακούς παράγοντες και ενισχύει τις δράσεις τους με αποκέντρωση και συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα.
• Η κεντροαριστερά δεν δέχεται τη στρεβλή αντίληψη ότι το έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο σημαίνει ότι καταναλώνουμε περισσότερα απ’ ότι παράγουμε και ότι δεν είμαστε παραγωγικοί. Διότι, αν μη τι άλλο, αυτό συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του κόσμου, μεταξύ αυτών και πλήρως απελευθερωμένων νεοφιλελεύθερων οικονομιών, όπως η βρετανική και η αμερικανική. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν πως δεν έχει να κάνει με τη φιλεργία, την εργατικότητα ή την παραγωγικότητα των εργαζόμενων μιας χώρας, αλλά με την προστιθέμενη αξία των παραγόμενων προϊόντων. Συνεπώς, δεν καταναλώνουμε περισσότερα απ’ ότι παράγουμε, αλλά καταναλώνουμε ακριβότερα προϊόντα στο σύνολό τους σε σύγκριση μ’ αυτά που παράγουμε. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το ανθρώπινο δυναμικό μιας χώρας ή την ικανότητά της, αλλά με ιστορικούς, γεωγραφικούς, πληθυσμιακούς και άλλους, οικονομικούς και μη παράγοντες. Η κεντροαριστερά οφείλει, λοιπόν, να αποβάλλει όλους τους θεωρητικούς με τις προσωπικές στρατηγικές, που επέβαλλαν ενοχικά σύνδρομα στον ελληνικό λαό και υποστήριξαν το μνημόνιο ως κοινωνική σωτηρία μιας «άτακτης» κοινωνίας που είχε εκτραπεί από τις «ηθικές» (προτεσταντικές) αρχές της σκληρής δουλειάς και της αποταμίευσης.
• Η κεντροαριστερά θεωρεί πως οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί σε περίοδο κρίσης είναι συντηρητικό αίτημα, καθώς το κράτος αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα στην κρίση. Η ευημερία που βίωσαν οι δυτικές κοινωνίες (και πάνω στην οποία στηρίχθηκαν τα νεοφιλελεύθερα αιτήματα των δεκαετιών του 1990 και μετέπειτα για περισσότερη ελευθερία στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, που δήθεν θα έφερνε ακόμη περισσότερο πλούτο και ευημερία για όλους), ήταν αποτέλεσμα των κεϋνσιανικών πολιτικών της πλήρους απασχόλησης και όχι βέβαια των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων περί ελεύθερων απολύσεων και μείωσης του κατώτατου μισθού. Οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί σε περίοδο κρίσης οδηγούν σε χαμηλούς φόρους για το κεφάλαιο (που άλλωστε μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαφεύγει σε χώρες χαμηλότερης φορολογίας), και περαιτέρω φτώχεια για τους φτωχούς. Η απουσία δημοσιονομικής κρίσης δεν συνεπάγεται και την απουσία κοινωνικής κρίσης. Ειδικά σε ένα παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας για το κεφάλαιο, το χρήμα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, μπορεί να βρίσκει πάντα ασφαλές μέρος για να περιμένει έως την εμπλοκή του στην παραγωγή και τις επενδύσεις με τους δικούς του όρους, κάτι που δεν συμβαίνει με την εργασία. Το δημοσιονομικό λοιπόν δέον δεν υφίσταται χωριστά από το κοινωνικό δέον, και η συσσώρευση πλούτου χωριστά από τη νομιμοποίηση. Η κεντροαριστερά ενισχύει, λοιπόν, το κράτος πρόνοιας και την οικονομική ανάπτυξη με πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης που αποσκοπούν στην πλήρη απασχόληση. Το κράτος πρόνοιας αποτελεί την αιχμή των σύγχρονων κοινωνιών που οφείλουν να επιδιώκουν να μην μένει κανείς εκτός των διαδικασιών τους. Η κεντροαριστερά στρέφεται, ως εκ τούτου, ενάντια στο μνημόνιο και σε κάθε πολιτική που αδυνατίζει την εθνική αυτονομία. Επιδιώκει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς την περίοδο της ανάπτυξης και όχι την περίοδο της ύφεσης.
• Η κεντροαριστερά αποδέχεται την ωφελιμότητα της επιδίωξης της διαφοράς για την πρόοδο της ανθρώπινης ιστορίας, ωστόσο, αναγνωρίζει ότι σε ένα παραγωγικό σύστημα ελλιπώς αναδιανεμητικό, η διαφορά πρέπει να έχει όρια.
Στο πολιτικό σύστημα:
• Η κεντροαριστερά διεκδικεί αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, όχι μόνο για λόγους δικαιοσύνης, αλλά διότι αναγνωρίζει πως ο νεποτισμός, η διαφθορά και η αναξιοκρατία προέρχονται από την επαγγελματικοποίηση της πολιτικής. Η κεντροαριστερά επιδιώκει, λοιπόν, ριζικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Δεν πιστεύει στον επαγγελματισμό της πολιτικής και επιδιώκει τη θέσπιση ορισμένου αριθμού θητειών στα δημόσια αξιώματα, ώστε να αποφευχθεί ο νεποτισμός, η οικογενειοκρατία και η διάβρωση των θεσμών και της Δημοκρατίας. Θεωρεί τον πολιτικό βίο μια παρεμπίπτουσα στιγμή στον εργασιακό βίο λαμπρών ανθρώπων και όχι μια επαγγελματική καριέρα μετά συντάξεως. Συνεπώς, η κεντροαριστερά επιδιώκει τη θεσμική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, καθώς αναγνωρίζει ότι η πολιτική είναι μια ιδιάζουσα λειτουργία την οποία κανείς δεν μπορεί να την ασκεί για δεκαετίες αποδοτικά και προς όφελος του ελληνικού λαού. Η άσκηση πολιτικής εξουσίας επί δεκαετίες οδηγεί στη διάβρωση του ηθικού χαρακτήρα των προσώπων, στον εκσυστημισμό των δράσεών τους (με την αρνητική έννοια) και, στην καλύτερη περίπτωση, στην ανούσια αναπαραγωγή ανέμπνευστων δράσεων.
• Η κεντροαριστερά επιδιώκει τον πολιτικό ριζοσπαστισμό και τη μετριοπάθεια, και όχι την πολιτική μεσότητα ή μετριότητα ως συμβιβασμό συντηρητικών και προοδευτικών απόψεων. Πράττει έτσι διότι αναγνωρίζει ότι οι «νοικοκυραίοι» έχουν πληγεί βαρέως και επιζητούν άμεσες και ριζοσπαστικές λύσεις και όχι την πιο ήπια εφαρμογή της ίδιας συνταγής που μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι οι νοικοκυραίοι θα πετούσαν με τις κλωτσιές έξω από το σπίτι τους όποιον τούς το ρήμαζε, γι’ αυτό ακολουθεί σκληρή στάση απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές πρακτικές.
• Η κεντροαριστερά αντιλαμβάνεται πως οι σύγχρονες κοινωνίες δεν μπορούν να καταδυναστεύονται από την αρχή της πλειοψηφίας ή από ένα θεμελιώδες αξιακό σύστημα, γι’ αυτό και αναγνωρίζει δικαιώματα που δεν υπόκεινται στη βούληση της πλειοψηφίας (πχ. το δικαίωμα στην ελεύθερη σεξουαλικότητα ή στην ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης).
Στις ευρωπαϊκές σχέσεις και στην εξωτερική πολιτική:
• Η κεντροαριστερά δεν συντάσσεται ούτε με τους ευρωσκεπτικιστές ούτε με τους ευρωφανατικούς. Αναζητά το εθνικό συμφέρον μέσα από ευρύτερες συλλογικότητες και δεν φοβάται να δυσαρεστήσει τους «συμμάχους» της, όταν αυτοί δεν είναι πλέον πραγματικά σύμμαχοί της.
• Δίνει ίση αξία στις διατλαντικές σχέσεις της με τις ευρωπαϊκές, και συντάσσεται με τις προοδευτικές δυνάμεις όπου αυτές υπάρχουν. Απωθεί τον «ευρωφανατισμό», τον «αντιαμερικανισμό» και τον «αντισημιτισμό» ως επιζήμιες πολιτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Γι’ αυτό συγκροτεί διεθνείς συμμαχίες χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να παίξει το ρόλο του παγκόσμιου σταυροφόρου της δικαιοσύνης, αλλά ούτε και του τυχοδιώκτη.
• Η κεντροαριστερά είναι η βασική δύναμη προόδου της πατρίδας και διασφάλισης των εθνικών μας συμφερόντων. Απαντάει με εχθρότητα στους εχθρούς της πατρίδας και με φιλία στους φίλους της. Εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των εχθρών της πατρίδας και ακολουθεί πολιτικές που επιδεινώνουν τη θέση τους. Ενισχύει τις ένοπλες δυνάμεις και δεν εμπλέκεται ποτέ σε διλήμματα του τύπου «βούτυρο ή κανόνια». Ωστόσο, εάν αυτά τα διλήμματα είναι οριστικά και πραγματικά, απαντάει προς όφελος της εθνικής ασφάλειας, διότι κανένα κοινωνικό κράτος δεν υφίσταται χωρίς το έθνος.
• Η κεντροαριστερά δεν χάνει καμία ευκαιρία για την ειρήνη και τη σταθερότητα, αλλά δεν χάνει και καμία ευκαιρία να φθείρει τους δυνητικούς εχθρούς της πατρίδας. Παίζει με υπευθυνότητα στο παγκόσμιο παιχνίδι μεταξύ εχθρών και φίλων, συγκροτεί επαγγελματική γραφειοκρατία με αξιοκρατικά κριτήρια στο διπλωματικό σώμα και αφήνει κατά μέρος τους πολιτικάντικους χειρισμούς στα εθνικά θέματα. Με την πολιτική της αποφεύγει τη δημιουργία εθνικού τραύματος, όπως τα Ίμια, και ανταποδίδει τα ίσα στις απειλές των εχθρών. Συγκροτεί εθνικό δόγμα στρατηγικής στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το οποίο τηρεί απαρέγκλιτα και παρά τις οποιεσδήποτε έξωθεν πιέσεις. Αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας για να διαπραγματευτεί και να αποσπάσει περισσότερα οφέλη για την πατρίδα από τους φίλους της.
• Η ελληνική κεντροαριστερά επιδιώκει την επανεξέταση του ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Αναγνωρίζει μικρές αλλά υπαρκτές συνάφειες στον τρόπο που οι Γερμανοί χλεύασαν ως έθνος και περιθωριοποίησαν την Ελλάδα, με το μηχανισμό εξόντωσης των Εβραίων στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πηγή και των δύο είναι ο ίδιος αυταρχισμός και η βαθιά ριζωμένη αίσθηση της ηθικής, πνευματικής και φυλετικής τους ανωτερότητας. Η κεντροαριστερά οφείλει (να προσπαθήσει τουλάχιστον) να τους υποδείξει την πραγματική τους θέση, διακρίνοντας μέσα από τα ιστορικά δεδομένα ότι οι Γερμανοί όποτε ηγήθηκαν μέσα στον τελευταίο αιώνα, έφεραν τη δυστυχία. Τιμωρώ τους Γερμανούς σημαίνει διασύρω τις πολυεθνικές τους στους διεθνείς οργανισμούς και τα χρηματιστήρια για τις πρακτικές τους για την διασφάλιση συμβολαίων σε συνεργασία με εγχώρια συμφέροντα και διεκδικώ δικαστικά αποζημιώσεις, αποκλείοντάς τις από νέες δουλειές. Διεκδικώ, επίσης, και τις ξεχασμένες πολεμικές αποζημιώσεις, διότι πολιτική δεν είναι μόνο η χειραψία είναι και το σπαθί όταν οι κανόνες παραβιάζονται. Η κεντροαριστερά επιδιώκει αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική, της οποίας τα όργανα με τις επιβαλλόμενες πολιτικές τους στην Ελλάδα παραβιάζουν και το ίδιο το κοινοτικό κεκτημένο, έχοντας αντιστρέψει τους πολιτικούς όρους λειτουργίας τους που συνοψίζεται πλέον στο σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του τραπεζίτη». Η κεντροαριστερά επιζητά έναν νέο ρόλο για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που, πέραν από την σταθερότητα των τιμών, οφείλει να έχει και ως καταστατική της εντολή την ανάπτυξη και τις πολιτικές πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον, επιδιώκει τη συγκρότηση κοινών δημοσιονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην εισοδηματική αναδιανομή εντός των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνιστά κάτι περισσότερο από μια ελεύθερη αγορά πώλησης προϊόντων και υπηρεσιών. Η χώρα μας εισήλθε στην ΕΕ για να διασφαλίσει τα εθνικά της σύνορα και η εθνική ασφάλεια να οδηγήσει σε μια προοπτική ανάπτυξης και κοινωνικής σταθερότητας. Η προοπτική της εγγύησης της εθνικής μας ασφάλειας εντός της ΕΕ εκφυλίστηκε, όμως, σε πωλήσεις αμυντικού υλικού από τους ευρωπαίους «συμμάχους» μας και μάλιστα όχι σε τιμή ευκαιρίας και οι κοινές δημοσιονομικές πολιτικές εκφυλίστηκαν σε κοινές πολιτικές λιτότητας. Το ερώτημα, λοιπόν, που αναδύεται πλέον αβίαστα είναι: «Ποιο το εθνικό μας όφελος σε μια τέτοια Ευρώπη;». Πρέπει είτε αυτή η Ευρώπη να αλλάξει είτε εμείς να αλλάξουμε τη στάση μας απέναντί της.
• Στα θέματα εθνικής κυριαρχίας η κεντροαριστερά δεν δέχεται συμβιβασμούς και γκρίζες ζώνες και ασκεί, σε συνεργασία και συνεννόηση με τους συμμάχους της (όχι κατ’ ανάγκην με τους Ευρωπαίους), τα εθνικά της δικαιώματα. Σε θέματα ΑΟΖ και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας προχωρά ταχύτατα, εργαζόμενη με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής ασφάλειας. Στα συμβόλαια εκμετάλλευσης που θα συναφθούν λαμβάνει υπόψη της και θέματα στρατηγικής στήριξης.
• Η κεντροαριστερά οφείλει να δημιουργήσει τις θεσμικές συνθήκες για να μην επιτραπεί ποτέ ξανά στο μέλλον η παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε δανειστές ή διεθνείς οργανισμούς, χωρίς τουλάχιστον την αυξημένη πλειοψηφία του κοινοβουλίου.
• Όσον αφορά το μεγαλύτερο εθνικό μας πρόβλημα, η κεντροαριστερά αναγνωρίζει τον καταστροφικό ρόλο των Ελλαδιτών στην απώλεια σχεδόν της μισής Κύπρου. Αλλά δεν υποστηρίζει μια οποιαδήποτε λύση του προβλήματος και μετά βεβαιότητας δεν τάσσεται υπέρ κατάπτυστων λύσεων στα πρότυπα του σχεδίου Ανάν. Υπό την απειλή ενός δυνητικά τετελεσμένου γεγονότος, δεν επιδιώκει τη δημιουργία νέων τετελεσμένων γεγονότων περισσότερο επαχθών.
Στην Παιδεία:
• Η κεντροαριστερά πιστεύει στην υψηλή αξία της Παιδείας και επιδιώκει να καταστεί η χώρα κέντρο ερευνητικής αριστείας, με εντατικοποίηση της έρευνας, διασφάλιση της πανεπιστημιακής ειρήνης, χρηματοδότηση και διαρκή αξιολόγηση. Η κεντροαριστερά δεν θεωρεί τα δίδακτρα στα ελληνικά πανεπιστήμια ως ένα είδος οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς δεν προσεγγίζει το Πανεπιστήμιο ως κράτος πρόνοιας, αλλά ως βασικό δικαίωμα όλων και υποχρέωση του κράτους να παρέχει τα εργαλεία για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, για την κοινωνική κινητικότητα και τη βελτίωση της Δημοκρατίας, που προκύπτει από την ανάπτυξη των δυνάμεων του πνεύματος. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι τα δίδακτρα δεν θα πλήξουν ουσιαστικά τις εύπορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες επιλέγουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες στο εξωτερικό, αλλά τη μεσαία τάξη που στηρίζει με την υψηλή φορολογία της τη χρηματοδότηση της Παιδείας. Μάλιστα, ενδέχεται να ωφελήσουν τις ιδιαίτερα εύπορες κοινωνικές τάξεις λόγω του ότι η μείωση των δαπανών στον προϋπολογισμό (και συνεπαγόμενα μια μελλοντική μείωση των φόρων για την Παιδεία και η μεταφορά του κόστους απευθείας στους πολίτες) θα πλήξει ιδιαιτέρως τις πολύτεκνες οικογένειες και τα μεσαία στρώματα, αφού ως ποσοστό του εισοδήματός τους θα εισφέρουν δυσανάλογα μεγαλύτερο μέρος απ’ ότι οι εύπορες οικογένειες. Ήτοι, μια μέση οικογένεια με ετήσιο εισόδημα 40.000 ευρώ που δαπάνα 10.000 ευρώ για δίδακτρα, δαπανά επί της ουσίας το 25% του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος, σε αντίθεση με μια εύπορη οικογένεια με 150.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα όπου τα ίδια δίδακτρα να αποτελούν το 1/15 του οικογενειακού προϋπολογισμού. Η κεντροαριστερά θεωρεί, λοιπόν, τα δίδακτρα αντιδραστικό μέτρο που θα συμβάλλει στην περαιτέρω διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Στα ζητήματα εσωτερικής τάξης και ασφάλειας:
• Η κεντροαριστερά δεν ταυτίζει τη νομιμότητα με τη νομιμοποίηση. Οτιδήποτε είναι νόμιμο δεν είναι και νομιμοποιημένο. Δεν σπεύδει, λοιπόν, να επιβάλλει ατέγκτως μια αυταρχική και επιθετική έννοια τάξης. Διακρίνει, έτσι, μεταξύ παρανομίας και παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Η κεντροαριστερά οφείλει να ελέγξει τη φυσική ροπή της αστυνομίας προς τον αυταρχισμό και τη βία. Επιπλέον, δεν αποδέχεται τη θεωρία των δυο άκρων ούτε εξισώνει τη βία που προκαλείται π.χ. από την αντίληψη ότι οι φέροντες σκούρο χρώμα δέρματος είναι υπάνθρωποι και πρέπει να εξοντωθούν, με τις απαράδεκτες, ομολογουμένως, παρεκτροπές των κοινωνικών αγώνων. Η πρώτη αποτελεί συστημική έκφανση του μισανθρωπισμού που δύναται να οδηγήσει και σε γενοκτονία ενώ η δεύτερη είναι παράνομη και ως εκ τούτου, ποινικά κολάσιμη πράξη.
• Η κεντροαριστερά αποδέχεται το δίκαιο του εδάφους και όχι το δίκαιο του αίματος. Θέτει ωστόσο φραγμό στην παράνομη και ανεπιθύμητη μετανάστευση. Όποιος εισέλθει με παράνομο τρόπο στη χώρα δεν αποκτάει αυτονόητα δικαιώματα σε βάθος χρόνου να γίνει Έλληνας. Όποιος γεννήθηκε, όμως, στην Ελλάδα πρέπει να έχει αυτά τα δικαιώματα, αν μη τι άλλο, διότι τα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν στη χώρα μας δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα από την Ελλάδα. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει ένας άνθρωπος να απελαθεί και να σταλεί σε μια χώρα για την οποία δεν γνωρίζει τίποτα γιατί οι γονείς του ήταν κάποτε μετανάστες.
Στο κράτος:
• Η κεντροαριστερά διαχειρίζεται με ψυχραιμία και επιείκεια το σημαντικότερο ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει το κράτος, τους δημοσίους υπαλλήλους, επιδιώκοντας την αναμόρφωση του συστήματος λειτουργίας των δημοσίων οργανισμών με σκοπό την αποδοτικότερη λειτουργία αυτών των φορέων. Φροντίζει για τη συνέχεια της γραφειοκρατίας και αναγνωρίζει ότι όλες οι αλλαγές χρειάζονται σταθερά και συντονισμένα βήματα για να αποδώσουν. Επιπλέον, δεν πιστεύει πως όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα αποτελούν ένα νέο είδος εγκόσμιων μοναχών που έχουν αποφασίσει να ζουν στα όρια της φτώχιας προκειμένου να προσφέρουν στην κοινωνία, γι’ αυτό φροντίζει για την οικονομική ευημερία αυτής της τάξης ανθρώπων, σε συνάρτηση πάντα με την κοινωνική δικαιοσύνη και το αίτημα του συνόλου της κοινωνίας για αποδοτική και επωφελή λειτουργία του δημόσιου τομέα. Οργανώνει το κράτος και τη δημόσια διοίκηση αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό της, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα, πχ. μέσω πολιτικών outsourcing στο ζήτημα της είσπραξης φόρων. Είναι φαινόμενο των απολιτικών και βαθιά συντηρητικών καιρών όλοι να μιλούν για ένα άλλο κράτος, μια άλλη δημόσια διοίκηση, μια άλλη παιδεία κτλ και να εννοούν (παρά την τεράστια αύξηση του παγκόσμιου πλούτου και των παγκόσμιων ΑΕΠ), ένα υπολειμματικό κράτος πρόνοιας και μια υπολειμματική δημόσια διοίκηση και Παιδεία, που είναι πράγματα εξοντωτικά για την ευημερία της μεσαίας τάξης.
Στην αγροτική παραγωγή:
• Η κεντροαριστερά προωθεί πολιτικές ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής και όχι απλώς πολιτικές επιδότησης της αγροτικής παραγωγής. Η χώρα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική στα αγροτικά της προϊόντα με την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς δεν είναι δυνατόν να εισάγουμε βιολογικό γάλα από τη Γερμανία σε τιμή 40% φτηνότερη από ότι παράγεται στη Θεσσαλία. Επιπλέον, πρέπει να αξιοποιηθούν οι χιλιάδες ανεκμετάλλευτες δημόσιες γεωργικές εκτάσεις και ο συντονισμός της αγροτικής παραγωγής να λάβει τον χαρακτήρα εθνικού στόχου, με μακροπρόθεσμες προοπτικές. Η αγροτική μας παραγωγή πλήττεται σήμερα από προβλήματα ελλιπούς οργάνωσης, χαμηλών επενδύσεων, υψηλού μη εργατικού κόστους παραγωγής και προβλήματα συντονισμού των παραγωγών. Τέλος, η αγροτική μας παραγωγή και το εισόδημα των παραγωγών μειώνεται δραστικά από τις πρακτικές των παρασιτικά δρώντων μεσαζόντων, που καθιστούν εν τέλει την ελληνική παραγωγή ασύμφορη και τις εισαγωγές μονόδρομο για τη λιανική. Συνεπώς, η κεντροαριστερά στοχεύει στην άμεση επίλυση όλων των παραπάνω, ώστε η τρέχουσα κατάσταση, σε συνδυασμό με το σκληρό μας νόμισμα, να μην αποδιοργανώσει πλήρως την αγροτική μας παραγωγή.
Γιατί, όμως, όλα τα παραπάνω είναι κεντροαριστερά; Καταρχάς διότι συμβάλλουν στην πρόοδο της πατρίδας ως όλον, στην κοινωνική ειρήνη και την πρόοδο εκάστου ατόμου που προκύπτει από τις συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ειρήνευσης. Επιπλέον, ας πάρουμε απλώς ως δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και χωρίς αλυσίδες και πως η μέριμνα της Δημοκρατίας είναι να ενισχύει την ελευθερία και την ισότητα, την πρώτη αδιαπραγμάτευτα για όλους και τη δεύτερη στο βαθμό που οι αιτιολογημένες διαφορές οδηγούν στην επιβεβαιωμένη πρόοδο όλων. Η ριζοσπαστική, κεντροαριστερή, πατριωτική ατζέντα πρέπει να εκφραστεί σήμερα συστηματικά. Το ιδεολογικό βάθος ορισμένων κομματιδίων της αριστεράς είναι ρηχό, καθώς ανταποκρίνονται απλώς στα ερεθίσματα από το εξωτερικό τους περιβάλλον, χωρίς ουσιαστική πολιτική στρατηγική, για να μην αναφερθούμε στην ad hoc υιοθέτηση συντηρητικών πολιτικών ως ρεαλιστικών μονόδρομων.
Η σύγχρονη ελληνική κεντροαριστερά δεν πρέπει να συνδεθεί με ένα θολό πολιτικό μήνυμα μεταξύ δήθεν ρεαλιστικού κέντρου και συντηρητικών πολιτικών. Ούτε πρέπει να δει τις πολιτικές συνεργασίες ως ένα παιχνίδι ισορροπίας μεταξύ δεξιών και αριστερών πολιτικών θέσεων. Συνεπώς, δεν επιδιώκει την «Ελιά» προσώπων ή πολιτικών θέσεων, αλλά την ανάπτυξη ξεκάθαρα προοδευτικών θέσεων. Η νέα κεντροαριστερά πρέπει να μιλήσει για τη ρύθμιση της «ζούγκλας» και όχι για την περαιτέρω απορρύθμισή της αγοράς των offshores και της φοροδιαφυγής. Πρέπει να μιλήσει για το διευρυνόμενο κενό μεταξύ φτωχών και πλουσίων και όχι να δημιουργεί ενοχικά σύνδρομα στην κοινωνία ότι δήθεν δεν είναι αρκετά ανταγωνιστική, δηλαδή, σε απλή οικονομική γλώσσα, ότι δεν είμαστε αρκετά φτωχοί. Και πρέπει να εκφράσει τα συμφέροντα της ευρείας μεσαίας τάξης. Και τι θέλει αυτή η ευρεία μεσαία τάξη; Θέλει καλύτερα δημόσια σχολεία, καλύτερα δημόσια νοσοκομεία, δικαιότερους φόρους, καλύτερο μερίδιο από τον παραγόμενο πλούτο ως μισθό. Η μεσαία τάξη δεν επιθυμεί να αγοράζει δυο φορές τις υπηρεσίες που χρειάζεται η οικογένειά της: Να πληρώνει μια φορά μέσω της φορολογίας της για τις απαξιωμένες δημόσιες υπηρεσίες που της παρέχονται και άλλη μια για τις ίδιες υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Θέλει αντάξια των ιδιωτικών σχολεία, παιδικούς σταθμούς και νοσοκομεία, και θέλει να γίνει ό,τι πρέπει να γίνει για να πιάνουν τόπο οι υπέρογκοι φόροι που πληρώνει.
Υπάρχουν ομολογουμένως αρκετοί σήμερα που αναπτύσσουν ενδιαφέρουσες ιδέες σχετικά με την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, την αποδοτικότερη λειτουργία του κράτους, τις αδειοδοτήσεις των επιχειρήσεων και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, και άλλες χρήσιμες ιδέες. Όλα αυτά, όμως, μοιάζουν είτε ως άλλοθι είτε ως άγνοια του μεγέθους του ελληνικού προβλήματος. Μοιάζει σαν έναν ασθενή πολυτραυματία από ένα φοβερό ατύχημα σε έκτακτο χειρουργείο για τον οποίο οι γιατροί επικεντρώνονται στους μώλωπές του και όχι στην κατάρρευση των ζωτικών του οργάνων. Όλες αυτές οι συζητήσεις που γίνονται συνεισφέρουν με καλές ιδέες, έχουν όμως ασήμαντη αξία για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας. Θα ήταν χρήσιμες ίσως το 2005 ή για το 2025, όχι, όμως, για σήμερα.
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι η αριστερή και κεντροαριστερή σκέψη δεν αφορά τους φρόνιμους, κατ’ Αριστοτέλη πολίτες, αυτούς που συνήθως ονομάζουμε σήμερα με την αρνητική χροιά ως νοικοκυραίους, έχοντας κατά νου συντηρητικούς και απονευρωμένους πολίτες. Αυτή η σκέψη είναι, όμως, μια λανθασμένη ιδεολογική προβολή. Η αριστερή και κεντροαριστερή σκέψη αφορά ακριβώς αυτούς και απευθύνεται ακριβώς σ’ αυτούς. Είναι αυτοί οι απόφοιτοι πανεπιστημίων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ψήφισαν πρόσφατα τον Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία (οι ψηφοφόροι του ήταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε ποσοστό πάνω από 80%). Απευθύνεται στους πολίτες που επιδιώκουν την κοινωνική πρόοδο, την κοινωνική ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη και που αναγνωρίζουν πως οι όποιες διαφορές στον πλούτο και τη δύναμη πρέπει να είναι προς όφελος όλων, καθώς η κοινωνία είναι μια ολότητα από την οποία δεν μπορεί κανείς να αποσπάσει επιμέρους μέρη της χωρίς να καταστρέψει την ουσία της κοινωνικής συμβίωσης. Είναι η μεσαία τάξη των νοικοκυραίων, λοιπόν, που ζητάει πλέον στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Που ζητάει να πάρει πίσω αυτά που της έκλεψαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών.
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι η αριστερή και κεντροαριστερή σκέψη δεν αφορά τους φρόνιμους, κατ’ Αριστοτέλη πολίτες, αυτούς που συνήθως ονομάζουμε σήμερα με την αρνητική χροιά ως νοικοκυραίους, έχοντας κατά νου συντηρητικούς και απονευρωμένους πολίτες. Αυτή η σκέψη είναι, όμως, μια λανθασμένη ιδεολογική προβολή. Η αριστερή και κεντροαριστερή σκέψη αφορά ακριβώς αυτούς και απευθύνεται ακριβώς σ’ αυτούς. Είναι αυτοί οι απόφοιτοι πανεπιστημίων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ψήφισαν πρόσφατα τον Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία (οι ψηφοφόροι του ήταν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε ποσοστό πάνω από 80%). Απευθύνεται στους πολίτες που επιδιώκουν την κοινωνική πρόοδο, την κοινωνική ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη και που αναγνωρίζουν πως οι όποιες διαφορές στον πλούτο και τη δύναμη πρέπει να είναι προς όφελος όλων, καθώς η κοινωνία είναι μια ολότητα από την οποία δεν μπορεί κανείς να αποσπάσει επιμέρους μέρη της χωρίς να καταστρέψει την ουσία της κοινωνικής συμβίωσης. Είναι η μεσαία τάξη των νοικοκυραίων, λοιπόν, που ζητάει πλέον στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Που ζητάει να πάρει πίσω αυτά που της έκλεψαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών.
Αποδεικνύεται και με την πρόσφατη επανεκλογή Ομπάμα και τις επιδιωκόμενες πολιτικές του πως η κεντροαριστερά, όπως και εάν ονομάζεται για ειδικούς ιστορικούς λόγους, δεν είναι προνόμιο της Ευρωπαϊκής σκέψης και πολιτικής. Το παρακάτω απόσπασμα από τον Εναρκτήριο Λόγου του Ρούσβελτ το 1933, αποδεικνύει επίσης ότι οι αριστερές αξίες είναι διαχρονικές, καθώς αφορούν στην ευημερία και την ελπίδα στην κοινωνική πρόοδο που έχει αποθέσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας σ’ αυτές. Εκφωνούσε ο Ρούσβελτ πριν από 80 χρόνια:
«Οι πρακτικές των αδίστακτων κερδοσκόπων δικάζονται στο δικαστήριο της κοινής γνώμης […] Οι κερδοσκόποι γκρεμίστηκαν από την υψηλή θέση που κατείχαν στο ναό του πολιτισμού μας. Θα πρέπει σήμερα να ξαναχτίσουμε αυτόν το ναό πάνω σε πιο στέρεες αρχές. Η επιτυχία του εγχειρήματός μας θα εξαρτηθεί από το αν θα χρησιμοποιήσουμε ως υλικά κοινωνικές αξίες ευγενέστερες από το σκέτο κέρδος […] Κορυφαία προτεραιότητά μας είναι να παράσχουμε στο λαό ευκαιρίες για εργασία. Η ανεργία μπορεί να χτυπηθεί αν την αντιμετωπίσουμε έξυπνα και θαρραλέα. Αφ’ ενός μεν, μέσω διορισμών στο Δημόσιο, σαν να βρισκόμασταν σε καθεστώς πολέμου, αφ’ ετέρου δε, με την εκτέλεση έργων από μακρού αναμενόμενων για να τονωθεί και να αναδιοργανωθεί η χρήση των φυσικών μας πόρων». [1]
Και εάν θεωρεί κάποιος πως οι αντιστοιχίσεις είναι ατυχείς, ας κάνει απλώς τον κόπο να ρίξει μια ματιά στα επίσημα στοιχεία της ανεργίας και της ύφεσης της εποχής που εκφωνείται το παραπάνω κείμενο στις ΗΠΑ και ας κοιτάξει κατόπιν και τα κατά πολύ μεγαλύτερα τρέχοντα δικά μας._
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
[1] Απόσπασμα από τον Εναρκτήριο Λόγο του Φραγκλίνου Ρούσβελτ που εκφωνήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1933. Η μετάφραση είναι από την εξαιρετική συλλογή κειμένων, Οι Εναρκτήριοι Λόγοι των Αμερικανών Προέδρων, 1789-2009, που επιμελήθηκαν οι Αντώνης Μακρυδημήτρης, Μαρία-Ηλιάνα Πραβίτα και Κωνσταντίνος Καπλής, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου