Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στο ForeignAffairs.gr [1], οι Bilal Saab και Andrew Tabler αναβίωσαν μια συζήτηση από τη δεκαετία του 1990 σχετικά με τους κινδύνους των διαπραγματεύσεων προς διευθέτηση εμφύλιων πολέμων. Αφότου έκαναν μια γενική υπόθεση εναντίον αυτού του είδους των διαπραγματεύσεων, εφάρμοσαν την λογική τους στη Συρία. Ο ιστορικός Edward Luttwak έθεσε το ίδιο βασικό επιχείρημα πριν από 15 χρόνια. Οι συμφωνίες από διαπραγμάτευση, εξήγησε, διαφυλάττουν τις πολεμικές δυνατότητες των εμπλεκομένων, κάτι που οδηγεί σε διλήμματα ασφάλειας και, αναπόφευκτα, σε νέα αιματοχυσία. Η πολιτική συνταγή: αφήστε τις δύο πλευρές να πολεμήσουν μέχρι κάποιος να κερδίσει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, μια πιο ανθεκτική, πιο διαρκής ειρήνη θα ακολουθήσει. Το επιχείρημα ήταν λάθος πριν από 15 χρόνια και, όπως πρόσφατα στοιχεία δείχνουν, εξακολουθεί να είναι λάθος και σήμερα.
Μια γυναίκα και παιδιά παρακολουθούν μια διαδήλωση κατά του Άσαντ από ένα μπαλκόνι στο Χαλέπι. (Muzaffar Salman / Reuters)
Ο βασικός ισχυρισμός των Saab και Tabler είναι ότι «διευθετήσεις μετά από διαπραγμάτευση έχουν, στην πραγματικότητα, αποδειχθεί αδύναμες όσον αφορά την προώθηση του αμοιβαίου αφοπλισμού, της στρατιωτικής ενοποίησης, και της κατανομής της πολιτικής ισχύος». Το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα υπάρχοντα δεδομένα. Για παράδειγμα, οι Ann Jarstad και Desirée Nilsson, ερευνήτριες του Τμήματος Έρευνας Ειρήνης και Συγκρούσεων στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, στη Σουηδία, έχουν διαπιστώσει ότι, μεταξύ 1989 και 2004, το 75% των προβλεπομένων για την διανομή πολιτικής ισχύος τέθηκαν σε εφαρμογή αφότου επετεύχθη μια συμφωνία – οι περισσότερες μέσα σε διάστημα επτά μηνών. Οι Jarstad και Nilsson, επίσης, διαπίστωσαν ότι το 90% των προβλεπομένων για την στρατιωτική ενοποίηση εφαρμόστηκαν τουλάχιστον εν μέρει. Η στατιστική ανάλυσή τους έδειξε ότι, όταν υλοποιείται η στρατιωτική ενοποίηση, μια υποτροπή των ένοπλων συγκρούσεων είναι πολύ απίθανη. Η δική μας έρευνα, εν τω μεταξύ, έχει δείξει ότι οι διατάξεις αφοπλισμού στις ειρηνευτικές συμφωνίες εφαρμόζονται σε πάνω από 70% των περιπτώσεων.
Οι Saab και Tabler γράφουν επίσης ότι «λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου των εμφυλίων πολέμων από το 1945 έχουν καταλήξει σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων», αφήνοντας τον αναγνώστη με τη γενική εντύπωση ότι οι διευθετήσεις μετά από διαπραγμάτευση είναι λιγοστές. Ένας τέτοιος ισχυρισμός κρύβει ίσως την πιο σημαντική τάση στις παγκόσμιες συγκρούσεις εδώ και δεκαετίες: την ξαφνική και δραματική αύξηση τα τελευταία 25 χρόνια του ποσοστού των εμφύλιων συγκρούσεων που έληξαν με συμφωνίες ειρήνευσης. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, περίπου το 20% των εμφυλίων πολέμων έληξε με διακανονισμό. Αυτός ο αριθμός είναι περίπου 60% σήμερα, και ακόμη μεγαλύτερος εάν περιληφθούν στον υπολογισμό οι μικρές εμφύλιες συγκρούσεις. Από το 1989, μαχητές σε εμφύλιες συγκρούσεις έχουν καταλήξει σε περίπου 180 ειρηνευτικές συμφωνίες, σύμφωνα με το πρόγραμμα στοιχείων συγκρούσεων του Πανεπιστημίου της Ουψάλα.
Στην πραγματικότητα, η επιλογή που οι Saab και Tabler φαίνεται να παρουσιάζουν ως την πιο αξιόπιστη για τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία - μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη από τους αντάρτες - είναι η σπανιότερη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Joakim Kreutz, επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, υπήρξαν 18 νίκες ανταρτών από το 1989. Η πλειοψηφία των νικών των ανταρτών επιτεύχθηκαν κατά το πρώτο έτος των μαχών (οι εμφύλιες συγκρούσεις της Συρίας μπαίνουν στο τρίτο έτος). Επιπλέον, όταν οι αντάρτες όντως νικούν, πρόκειται σπάνια για μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη. Μια πιο προσεκτική εξέταση των 18 νικών των ανταρτών αποκαλύπτει ότι έξι ήταν στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπου δεν υπήρχε πραγματική εγχώρια εξέγερση. Από τις υπόλοιπες 12, επτά σημειώθηκαν σε αποτυχημένες ή σε προς αποτυχία αφρικανικές χώρες, μια στην Αϊτή και τρεις από τις υπόλοιπες τέσσερις στο Αφγανιστάν. Το μεγαλύτερο θέμα είναι ότι οι περισσότερο θριαμβευτικές νίκες των ανταρτών προκύπτουν από μια επικείμενη κατάρρευση της κυβέρνησης, παρά από την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων.
Στη Συρία, αν οι αντάρτες επρόκειτο να επιτύχουν μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη, θα το είχαν πράξει μέχρι τώρα. Οι πραγματικές επιλογές που απέμειναν εκεί είναι πολύ λίγες. Οι Αλεβίτες, η θρησκευτική μειονότητα πιστή στον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, επίσης, δεν είναι πιθανό να επιτύχει μια στρατιωτική νίκη. Ακόμη και αν ήταν σε θέση να νικήσει τους αντάρτες, θα ήταν μια προσωρινή ανάπαυλα. Αντ΄ αυτού, οι ηγέτες στη Δαμασκό θα μπορούσαν να προσφέρουν αμνηστία στους αντάρτες για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με στόχο μια επίσημη κατάπαυση του πυρός, η οποία θα περιλαμβάνει διεθνή παρακολούθηση και ειρηνευτικές δυνάμεις. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει το περιθώριο για να αρχίσει μια αργή, ηθελημένη διαδικασία επίσημης διαμεσολάβησης που να καλύπτει όλα τα σημαντικά θέματα της σύγκρουσης. Στην διαμεσολάβηση θα πρέπει να συμμετέχουν τρίτα μέρη και όλες οι μεγάλες παρατάξεις της αντιπολίτευσης. Από τις ειρηνευτικές συμφωνίες που έχουν εκπληρώσει τις προϋποθέσεις αυτές, λιγότερο από πέντε έχουν αποτύχει τα τελευταία 25 χρόνια.
Ο στόχος της παρατεταμένης διαμεσολάβησης θα πρέπει να είναι μια τελική συμφωνία, βασισμένη πάνω σε προηγούμενες, των οποίων ο στόχος είναι η συμμετοχικότητα και οι εκτεταμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Τα δεδομένα των εμφυλίων πολέμων και οι τρέχουσες τάσεις των συγκρούσεων προβλέπουν ότι η συριακή σύγκρουση θα καταλήξει σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Η μόνη επιλογή είναι αν αυτό θα γίνει σύντομα, αφήνοντας τη Συρία σε μεγάλο βαθμό ανέπαφη, ή αργότερα, όταν ακόμη περισσότερα ερείπια θα έχουν συσσωρευθεί στην χώρα.
ΤΩΝ J. Michael Quinn και Madhav Joshi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου