Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Πώς να απεξαρτηθούμε από την ανάπτυξη; / των Ίρμι Σιντλ και Αντζέλικα Ζαρντ



Η μόνιμη μεγέθυνση της οικονομίας είναι σχετικά πρόσκαιρο φαινόμενο, μιας που μάλλον χρονολογείται από το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου. Ο Τζον Ρ. Χικς (John RHicks), βραβείο Νόμπελ οικονομίας του 1972, σημείωνε σε ένα άρθρο του που εμφανίστηκε το 1966 υπό τον τίτλο «ανάπτυξη και αντιανάπτυξη» («Growth and Anti-Growth», Oxford Economic Papers 18-3)»: «πουθενά δεν είναι γραμμένο πως οι οικονομικές επιστήμες είναι υποχρεωμένες να αποσκοπούν στην ανάπτυξηΘυμάμαι προσωπικά την εποχή που επ' ουδενί δεν ήταν προσανατολισμένες στην ανάπτυξηΜε θυμάμαι ακόμα να παρακολουθώ ένα μάθημα (οικονομικών) αρχών το 1926-1927, όπου δεν ετίθετο καν το ζήτημα της μεγέθυνσης της οικονομίαςΗ στασιμότητα στην πλειοψηφία των κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας μας ικανοποιούσε και με το παραπάνω».

Ένας Ελβετός ιστορικός, ο Κρίστιαν Πφίστερ (Christian Pfister), τοποθετεί χρονικά την γέννηση της έγνοιας για την διαρκή μεγέθυνση των δυτικών οικονομιών στη δεκαετία του 1950 -εξ ου και την αποκαλεί «σύνδρομο της δεκαετίας του 1950». Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το σύνδρομο οφείλεται κατ' εξοχήν:
  • στο φθηνό πετρέλαιο,
  • στην ανάγκη ανοικοδόμησης μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και
  • στο μοντέλο της «φορδικής κοινωνίας της κατανάλωσης» που αναπτύχθηκε προπολεμικά στις ΗΠΑ για να υιοθετηθεί μεταπολεμικά από τα άλλα δυτικά κράτη.
Έκτοτε οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονταν ολοένα, χωρίς αυτό το φαινόμενο να συγκεντρώσει την προσοχή που του άξιζε.

Παράλληλα, καθίσταται σαφές πως η οικονομική μεγέθυνση δεν αποτελεί λύση στις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, είτε κοινωνικές, είτε οικονομικές. Ο «οργανισμός οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) και η «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν), μαζί με την «επιτροπή για τους κατεστημένους τρόπους υπολογισμού των οικονομικών επιδόσεων και της κοινωνικής προόδου» που συγκλήθηκε υπό την προεδρία του νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς(Joseph Stiglitz), από τον πρώην πρόεδρο Σαρκοζί (Sarkozy), παραδέχονται πως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) δεν είναι εις θέση να υπολογίσει την ευζωία, όπως αποδεικνύει η αρνητική σχέση μεταξύ ανάπτυξης του ΑΕΠ και ευζωίας στα πλούσια κράτη.

Μείωση του κοινωνικού ρήγματος

Επιπλέον, στα περισσότερα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, την τελευταία τριακονταετία η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε. Αυτό οδήγησε τους τρεις μείζονες οικονομικούς οργανισμούς του κόσμου, τον ΟΟΣΑ, το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) και την «παγκόσμιο τράπεζα» να αναφερθούν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι εισοδηματικές ανισότητες.

Παράλληλα η ανεργία αυξάνει ακατάπαυστα από την δεκαετία του 1970 και στα περισσότερα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ η ανεργία των νέων 15-24 ετών κυμαίνεται μεταξύ 20% και 50%. Τέλος, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατακόρυφα, οδηγώντας μια σειρά από κράτη στο χείλος της χρεοκοπίας. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα επιδεινώνονται, απειλώντας την επιβίωση των ανθρώπων και άλλων ειδών.

Όλα μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα προβλήματα αυτά επιδεινώθηκαν από την οικονομική μεγέθυνση και τις πολιτικές που την επιδιώκουν, και πως η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που βιώνουμε οφείλεται στην επιδίωξη της ανάπτυξης, στην υπηρεσία της οποίας λειτουργούν η πολιτική και η οικονομία μας.

Μολοταύτα, πολιτικοί, οικονομολόγοι και εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, συνεχίζουν να απεργάζονται την μεγέθυνση της οικονομίας. Στις προσπάθειές τους αυτέςενισχύονται από ταμίντιαΙδίως όσον αφορά την τρέχουσα κρίση, η επάνοδος στην ανάπτυξη θεωρείται ως ο εκ των ων ουκ άνευ στόχος.

Οι γνώμες διαφοροποιούνται

Υποτίθεται πως μέσω της φορολόγησης η ανάπτυξη θα ξαναγεμίσει τα κρατικά θησαυροφυλάκια και θα εφησυχάσει τους οίκους αξιολόγησης και τις χρηματαγορές. Η ανάπτυξη θα μειώσει την ανεργία, θα αυξήσει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και θα τονώσει την ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών.

Αλλά οι γνώμες για το πώς μπορεί να τονωθεί η ζήτηση όταν τα ταμεία του κράτους είναι άδεια διαφοροποιούνται έντονα, αν και όλοι συμφωνούν πως το πρώτο ζητούμενο είναι να αποκατασταθεί η μεγέθυνση της οικονομίας σε επίπεδα ικανά να λύσουν τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν. Οι φωνές που αμφισβητούν αυτήν καθ' αυτήν την υπόθεση εργασίας δύσκολα ακούγονται και συνήθως καταπνίγονται από τους ύμνους για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών, που προβάλλονται ως πρότυπα.

Αλλά τι είναι αυτό που καθιστά τόσο ισχυρή την εμμονή μας με την οικονομική ανάπτυξη και γιατί αρπαζόμαστε σε τέτοιο βαθμό από αυτήν;

Η απάντηση συνδέεται με το γεγονός πως τα κοινωνικά βοηθήματα, η επιχειρηματική δραστηριότητα, ο χρηματοοικονομικός και τραπεζικός τομέας, οι αγορές, η βιομηχανία, τα καταναλωτικά αγαθά και τα ίδια τα άτομα κινούνται στην βάση της υπόθεσης της αέναης ανάπτυξης· για την εξασφάλιση της οποίας λειτουργεί μια μεγάλη βεντάλια από πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών.

Αλλά αυτοί οι θεσμοί και αυτές οι πολιτικές διαμορφώθηκαν στην εποχή της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης, που θεωρούνταν αέναη. Οπότε αρκεί ένα στραβοπάτημα της ανάπτυξης, πόσο μάλλον ο εκμηδενισμός της, για να οδηγηθούν σε υπαρξιακή κρίση, συμπαρασύροντας την πολιτική και την κοινωνία στην αταξία.

Αύξηση της ανεργίας και μείωση των εισοδημάτων

Ας δούμε τις συντάξειςΌταν τα συνταξιοδοτικά ταμεία συναντούν δυσκολίες στην κεφαλαιοποίησή τους λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, οι συνταξιούχοι καταλαμβάνονται από μεγάλη νευρικότητα. Ανάλογο παράδειγμα μας προσφέρει η παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων: όταν η ασφάλεια της εργασίας κλονίζεται, ο κόσμος μειώνει την αγορά καταναλωτικών αγαθών. Ακολουθεί η επιβράδυνση της παραγωγής, που αυξάνει την ανεργία, που μειώνει τα εισοδήματα κ.ο.κ. Κοντολογίς καταλήγουμε σε έναν φαύλο κύκλο που κάθε πολιτικός θα ήθελε να αποφύγει.

Αλλά αυτή η συστημική εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη, δεν αρκεί να εξηγήσει γιατί επιδιώκουμε με τόση μανία την ανάπτυξη. Στο κάτω-κάτω, τι μας εμποδίζει να προσπαθήσουμε να απεξαρτηθούμε από αυτήν;

Όσον αφορά την πολιτική δράση, η ερμηνεία που δίνει ο Τζον Κίνγκντον (John WKingdon) μπορεί εδώ να αποδειχθεί χρήσιμη: για να αλλάξουν οι πολιτικές, χρειάζεται να συμβαδίσει η «δημόσια συνείδηση» της ανάγκης για αλλαγή με την ύπαρξη λύσεων στα προβλήματα. Όμως στηνπερίπτωσή μαςοι λύσεις απουσιάζουνΠράγμα που μπορεί να εξηγεί γιατί αντιμετωπίζονται με τέτοια εθελοτυφλία τα προβλήματα που συνδέονται τόσο με την ανάπτυξη όσο και με την εξάρτηση από την ανάπτυξη. Για όσο καιρό οι πολιτικοί και οι κοινωνίες μας δεν βλέπουν πώς να αναδιαρθρώσουν τις οικονομίες και τα συστήματα κοινωνικής μας προστασίας προκειμένου να ξεπεράσουμε την εξάρτησή μας από την ανάπτυξη, ας μην αναμένουμε να εγκαταλειφθεί το αναπτυξιακό υπόδειγμα.

Η πρόκληση είναι άρα να προσδιορίσουμε τις υφιστάμενες προσεγγίσεις που μας επιτρέπουν να απεξαρτηθούμε από την ανάπτυξη και να διαμορφώσουμε τα εννοιολογικά εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να αναδιαρθρώσουμε τα συστήματά μας, θέτοντάς τες σε εφαρμογή. Υπάρχει ήδη μια ισχυρή αίσθηση ανάγκης να επανεξεταστεί η δομή της οικονομίας και οι θεσμοί μας, που δείχνει πως είναι ήδη παρούσα μια σειρά μεταρρυθμιστικών εμπειριών.

Να αφαιρέσουμε από τις τράπεζες την δυνατότητα να παράγουν χρήμα με ευκολία
  • Στον τομέα της υγείας π.χ. οι πολυετείς συζητήσεις έχουν αναδείξει την δυνατότητα να μειωθούν οι δαπάνες χωρίς να επιδεινωθεί η ποιότητα της δημόσιας υγείας.
  • Μπορούμε επίσης να στηριχτούμε στις εμπειρίες της δράσης των συνεταιρισμών ή άλλων συλλογικοτήτων που έχουν αποκτήσει νομική υπόσταση στον κόσμο των επιχειρήσεων, και που είναι πολύ λιγότερο εξαρτημένες από την ανάγκη να αναπτύσσονται, σε σχέση με τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
  • Συζητούμε ήδη την δυνατότητα να αφαιρέσουμε από τις τράπεζες την δυνατότητα να παράγουν χρήμα με τόση ευκολία όσο σήμερα, αποκαθιστώντας το μονοπώλιο αυτής της πράξης στις κεντρικές τράπεζες, πράγμα που θα επέτρεπε πολύ καλύτερο έλεγχο της νομισματικής επέκτασης.
  • Διαθέτουμε ήδη επίσης πολύ σημαντική εμπειρία στον τομέα της μείωσης του ωραρίου εργασίας, που μπορεί να αξιοποιηθεί για την καλύτερη διανομή της απασχόλησης.
  • Κράτη σαν την Γερμανία, την Αυστρία ή την Ελβετία έδειξαν πως ένα εκτεταμένο σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης μπορεί να μειώσει σημαντικά την ανεργία των νέων.
  • Ξέρουμε επίσης πως μια οικολογική μεταρρύθμιση της φορολογίας θα μπορούσε να επιβραδύνει την κατανάλωση των φυσικών πόρων, ελαφρύνοντας παράλληλα το κόστος της εργασίας και αυξάνοντας την απασχόληση.
Οπότε μπορούμε να ξαναανακαλύψουμε τον τροχό, έστω κι αν θα χρειαστούμε αναμφίβολα τη δημιουργικότητα, την εφευρετικότητα και τη διάθεση για αλλαγή. Η μετάβαση στην εποχή μετά την ανάπτυξη είναι αναπόφευκτη. Και όπως σημειώνει ο Καναδός οικονομολόγος Πίτερ Βίκτορ(Peter Victor), είναι προτιμότερο να φθάσουμε εκεί ακολουθώντας την οδό του σχεδιασμού, παρά της καταστροφής.


Οι 
Irmi Seidl και Angelika Zahrnt είναι οικονομολόγοι


πηγή http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=8318&LID=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου