Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Η Λερναία Υδρα του χρέους

 Η Λερναία Υδρα του χρέους
 
Το τέλος της λεγόμενης δημιουργικής οκταετίας (1956-1963) των κυβερνήσεων Καραμανλή, παραμονές συνδέσεως της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, συνέπεσε με μία ακόμη προσπάθεια της χώρας να αναζητήσει ερείσματα τόσο στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων όσο και στους εταίρους της εντός των κόλπων της νατοϊκής συμμαχίας. Η αναμενόμενη έξωθεν βοήθεια ωστόσο μετατράπηκε σε εφιάλτη, αφού ο συνασπισμένος αγγλοσαξονικός άξονας έθεσε αιφνιδιαστικά, με αφορμή το ελληνικό αίτημα, ζήτημα διευθέτησης του Δημόσιου Χρέους της χώρας από εποχής δανείων της Ανεξαρτησίας!



Το 1963, σύμφωνα με έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το Δημόσιο Χρέος διακρίνεται «αναλόγως του χρόνου συνάψεως των διαφόρων δανείων, εις προπολεμικόν και μεταπολεμικόν, αναλόγως δε της πηγής δανειοδοτήσεως, εις εξωτερικόν και εσωτερικόν». Το ανεξόφλητο κεφάλαιο του εξωτερικού, ομολογιακού και μη ομολογιακού, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια έκθεση, το 1963 ανήρχετο σε 67.388.341 δολάρια ΗΠΑ ή 30.718.841 λίρες Αγγλίας. Σε αυτό δεν υπολογίζονταν η κατά τη Συμφωνία Καφαντάρη - Μολλώφ οφειλή της Ελλάδας προς τη Βουλγαρία, το Κρητικό Δάνειο και η οφειλή της Ελλάδας λόγω συμμετοχής της στο Δημόσιο Οθωμανικό Χρέος, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης. 
 
Ωστόσο, σε μια περίοδο εντατικής προσπάθειας για την ανόρθωση της οικονομίας της χώρας και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης του πληθυσμού της (το 1962 εξεδόθησαν και οι πρώτες αγροτικές συντάξεις), οι δυσβάστακτες αμυντικές δαπάνες που συνεπήγετο η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ υποχρέωσαν την κυβέρνηση Καραμανλή να διεκδικήσει αν μη τι άλλο ίση παροχή βοηθείας με την Τουρκία και για την Ελλάδα στο κονσόρτσιουμ των δυτικών συμμάχων. Τότε ακριβώς ετέθη με ωμό και εκβιαστικό τρόπο, αρχικά από Βρετανία και ΗΠΑ και στη συνέχεια από Γαλλία και Γερμανία, ζήτημα διευθετήσεως του ελληνικού χρέους. 
 
Η ελληνική αντίδραση υπήρξε άμεση. Σύμφωνα με κρυπτογράφημα του τότε έλληνα ΥΠΕΞ Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο της χώρας στο ΝΑΤΟ οι οδηγίες ήσαν σαφείς: «Εάν κατά προσεχή συνεδρίαση αποφασισθή συγκρότησις consortium διά Τουρκίαν και αν εις consortium δι' Ελλάδα δεν μετάσχη πλην ΗΠΑ, Γερμανίας, Ιταλίας τουλάχιστον και η Γαλλία, παρακαλούμεν προβήτε ξηρώς εις την ακόλουθον δήλωσιν: Η Ελληνική Κυβέρνησις παρεκάλεσε να μη συνδεθή το θέμα της ρυθμίσεως του προπολεμικού Δημοσίου Χρέους με την συγκρότησιν consortium» (ΑΠ 234, 23 Ιουλίου 1962). Στο ίδιο κρυπτογράφημα ο Αβέρωφ έκανε λόγο για πολιτική εκβιασμού σε βάρος της χώρας, ενώ σε κατ' ιδίαν συνάντηση που είχε με τον γ.γ. του ΝΑΤΟ Στίκκερ έθετε την κόκκινη γραμμή της κυβέρνησης Καραμανλή που ήταν «η ψυχολογία του λαού και η πολιτική σταθερότης» αμφότεραι λογιζόμεναι «ως πρώτιστον αγαθόν». Στο ίδιο διάστημα παρεμφερείς οδηγίες εδόθησαν για συνομιλίες τους με αξιωματούχους ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε όλους τους έλληνες πρέσβεις. Ειδικώς όμως προς τον έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον Αλ. Λιάτη, ο έλληνας ΥΠΕΞ υπαγόρευε στις 19 Μαΐου 1961 όπως προβή σε ανακοίνωση στο Στέητ Ντιπάρτμεντ, επισύροντας ευθεία μομφή κατά του τότε διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ονόματι Black «...σχεδόν απροκαλύπτως πρακτορεύοντα ξένα συμφέροντα», ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρία έλληνα ανώτερου στελέχους του ΔΝΤ, επηρέαζε «πιστοδοτικούς οργανισμούς και Κυβερνήσεις ως προς τη μη χορήγησιν δανείων εις χώρας» στις οποίες το ίδιο δεν χορηγούσε δάνεια! (ΑΠ 1922 Λιάτης από Ουάσιγκτον). Τον κ. Black ο Αβέρωφ χαρακτήριζε στο ίδιο έγγραφο «αντίπαλον εις οιανδήποτε προσπάθειαν της χώρας προς οικονομικήν ανόρθωσιν». Συμπλήρωνε δε ως εξής: «Αντί να λάβη υπ' όψιν, ως εκ της θέσεώς του τούτο επεβάλλετο, τας τεραστίας θυσίας και ζημίας της Ελλάδος κατά τον τελευταίον πόλεμον και να επιδείξη την δέουσαν κατανόησιν έναντι των μεγίστων δυσχερειών άς είχε να αντιμετωπίση η χώρα μας, ήσκησε πάντοτε πολιτικήν παραβλάπτουσαν τα Ελληνικά συμφέροντα με την δήθεν δικαιολογίαν της εκκρεμότητος του Ελληνικού δημοσίου χρέους».
 
Την ίδια ημέρα ο έλληνας πρέσβης Αλ. Λιάτης έσπευσε να συναντήσει τον αμερικανό υφυπουργό, αρμόδιο για Οικονομικές Υποθέσεις Edwin Martin. «Κύριος Martin εθεώρησε θέμα λίαν σοβαρόν, εξόχως δε ατυχές. Διηρωτάτο όμως αν επρόκειτο περί συνήθους cocktail talk [σημ. γράφουσας: περί τυρού και αχλαδίου...] ή συνομιλίας του με συναδέλφους της εν Μιλάνω εδρευούσης Ευρωπαϊκής Τραπέζης Αναπτύξεως» (ΑΠ 1912). Πάντως, ο αμερικανός αξιωματούχος δεσμευόταν «καίτοι ο κ. Black δεν υπήγετο εις State Department, εις το οποίο μάλιστα διά δηλώσεών του είχε δημιουργήσει ζητήματα εις το παρελθόν, να ερευνήση καταλλήλως δι' ιδίων εις διάθεσίν του μέσων, πώς ακριβώς είχε το θέμα».
 
Σημειωτέον, ο έλληνας πρέσβης στη Ρώμη Κλέων Συνδίκας δύο ημέρες νωρίτερα επιβεβαίωνε ότι ο Black κατά την εκεί διήμερη παραμονή του είχε εκφράσει τόσο «την δυσφορίαν του διά την εκ μέρους της ΕΟΚ χορηγηθείσα εις Ελλάδα διά της μονογραφηθείσης συμφωνίας συνδέσεως χρηματοδότησιν, άνευ παραλλήλου αναλήψεως εκ μέρους Ελλάδος υποχρεώσεως διακανονισμού παλαιών Εξωτερικών Δανείων» όσο και «αναλόγους διαμαρτυρίας εις ιθύνοντας οικονομικούς κύκλους».



Οι γερμανικές αποζημιώσεις
«Δανειζόμεθα από τους… οφειλέτας μας»

Με τίτλο «Δανειζόμεθα από τους… οφειλέτας μας» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΧΡΟΝΟΣ» (αρ. φύλλου 6) την επίμαχη περίοδο κουρέματος του ελληνικού δημόσιου χρέους, Ιούνιο του 1963, άρθρο του Αλέξανδρου Βαμβέτσου, νομομαθούς, νομάρχη Φλώρινας και βουλευτή Τρικάλων, που με ακλόνητα νομικά και πολιτικά επιχειρήματα αφενός επισύρει ψόγον στην άρνηση της Γερμανίας να αποζημιώσει την Ελλάδα, όπως έκανε με τις σκανδιναβικές χώρες για τις ζημίες που υπέστη στη διάρκεια του πολέμου, αλλά επισύρει και ευθύνη στις ελληνικές κυβερνήσεις που δεν επανέφεραν το θέμα, παρά το γεγονός ότι όπως ο ίδιος σημείωνε «η Ελλάς ουδέποτε παρητήθη (ούτε ήτο άλλως τε τούτο δυνατόν, αφού δικαιούχοι ήσαν τα άτομα και όχι τα Κράτη) των δικαστικώς αναγνωρισμένων απαιτήσεων των υπηκόων της (ανερχόμενων μετά των τόκων εις 200 εκ. μάρκα)».
 
Ο αρθρογράφος μάλιστα αναφερόμενος σε άρθρο της εφημερίδας «Libre Belgique» (φύλλο 25ης Αυγ. 1959), σύμφωνα με το οποίο «η Γερμανία είναι δυσηρεστημένη με την Ελλάδα εγείρουσαν αξιώσεις και μας μέμφεται διότι ελησμονήσαμεν συχνά ότι μας εξήγαγεν (ενν. η Γερμανία) από δύσκολους οικονομικάς συνθήκας διότι μας είχε χορηγήσει δάνεια ανασυγκροτήσεως…», προσομοιάζει τη γερμανική στάση με την εξής περίπτωση:
«Θα ήτο περίπου ως εάν πλούσιος βιομήχανος, φονεύσας με το αυτοκίνητόν του οικογενειάρχην, την επομένη επεσκέπτετο την οικογένειαν του θύματος και, αντί πλήρους αποζημιώσεως, προσεφέρετο να την διαθρέψη επί σειράν ετών με τα προϊόντα του εργοστασίου του, υπό τον όρον ότι το ισότιμον αυτών των μετά τόκων θα επεστρέφετο και ότι η οικογένεια θα ώφειλε να είναι και ευγνώμων διά την βοήθειαν». Και συμπέραινε: «Δάνειον και αποζημίωσις είναι εντελώς διάφοροι έννοιαι και νομίζω ότι, ό,τι ήτο ορθόν διά τους Εβραίους, του Νορβηγούς και τους Δανούς πρέπει να είναι εξ ίσου ορθόν διά τους Ελληνας». Τέλος, ο ίδιος διετύπωνε την ερώτηση καταλήγων: «Είναι απορίας άξιον πώς αι ελληνικαί κυβερνήσεις, ενώ απέδωκαν γερμανικάς περιουσίας άνευ ανταλλάγματος, δεν προέβησαν εις έντονα διαβήματα προς διακανονισμόν των δύο τούτων ζητημάτων». Πόσω μάλλον, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε, που «η Ελλάς, σύμμαχος της Γερμανίας εις το ΝΑΤΟ (είναι) καλός πελάτης της…»

http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=472967#.UEUHQ8FYYEk.facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου