Έξι ημέρες την εβδομάδα, γυναίκες όπως η Kuma Zay πωλούν έντονα χρωματισμένες κόκκινες και πράσινες πιπεριές, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά στην αγορά Gobachop τής Μονρόβια. Αν και οι μεγαλύτερες αγορές χονδρικής αρχικά έκλεισαν στον απόηχο της κρίσης έμπολα στην χώρα, η Gobachop και άλλες τοπικές αγορές παρέμειναν ανοικτές συνεχώς. Παρά το γεγονός ότι η Zay και οι άλλες γυναίκες φοβούνται ότι θα προσβληθούν από τον ιό έμπολα, προσπαθούν απελπισμένα να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. «Πριν από τον έμπολα, πουλούσα από δέκα έως 15 μεγάλους σάκους πιπεριές ανά ημέρα. Τώρα, πουλώ δύο με τρεις σακούλες», λέει η Zay. «Έχω οκτώ παιδιά, και έπρεπε να μειώσουμε το ποσό τού ρυζιού που τρώμε από δέκα φλιτζάνια ημερησίως στα οκτώ».
Ένα νεαρό κορίτσι περπατάει με δύο σακούλες κρύο πόσιμο νερό στην Μονρόβια, στην Λιβερία, στις 9 Οκτωβρίου 2005. (Jonathan Ernst / Courtesy Reuters)
Η Λιβερία είναι μια από τις τρεις χώρες τής Δυτικής Αφρικής που αντιμετωπίζουν την σοβαρότερη επιδημία τού ιού έμπολα στην ιστορία [1]. Και στις τρεις, αυτό είναι το χειρότερο χτύπημα, με σχεδόν 3.000 νεκρούς, σχεδόν 7.000 να έχουν μολυνθεί, και δεκάδες χιλιάδες άλλους να βρίσκονται σε κίνδυνο. Το οικονομικό κόστος είναι επίσης εκπληκτικό. Από τότε που ο παρατεταμένος εμφύλιο πόλεμο της Λιβερίας έληξε πριν από μια δεκαετία, η χώρα είχε επιτύχει έναν βαθμό οικονομικής προόδου και σταθερότητας˙ Ακριβώς πριν από το ξέσπασμα της κρίσης έμπολα, η οικονομία τής Λιβερίας αναπτυσσόταν με ρυθμό τής τάξης του 5,9%. Μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ υποχώρησε στο 2,5% από το ξέσπασμα της νόσου. Όπως εξήγησε πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας, Brownie Samukai, «Η Λιβερία αντιμετωπίζει μια σοβαρή απειλή για την εθνική ύπαρξή της». [2]