Τα τρακτέρ στους κόμβους των εθνικών οδών σχεδόν κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, δεν είναι άγνωστη εικόνα για τους τηλεθεατές.
Η φετινή “εμφάνιση” όμως έχει την ιδιαιτερότητά της και για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση δεν βιάζεται -πολιτικά- να βάλει στο “κάδρο” της τηλεοπτικής εικόνας τα… Ματ.
Η διαφορά φέτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι γεωργοί για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται προ των πυλών της “μεγάλης απώλειας”: Το επερχόμενο τέλος των κοινοτικών επιδοτήσεων και η απότομη εισαγωγή τους στο πλαίσιο γενικευμένης φορολόγησης απειλούν με κατάρρευση το “εισόδημα” μιας συρρικνωμένης και εξαιρετικά αδύναμης γεωργικής παραγωγής, σε συνθήκες μειωμένης ευρωπαϊκής ζήτησης.
Η συγκυρία για τους αγρότες είναι πρωτοφανής, αλλά οι συνέπειές της θα εκδηλωθούν από τα μέσα του 2013 και στην συνέχεια.
Το εκπληκτικό είναι ότι, όπως προκύπτει από τις μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την εγχώρια γεωργία, το βασικό στοιχείο της συγκυρίας αυτής είναι αποτέλεσμα της χείριστης χρήσης ενός τεράστιου πακέτου επιδοτήσεων που ξεπερνά τα 169 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές 2010) στο χρονικό διάστημα 1962-2009, στο πλαίσιο της ΚΑΠ και των κοινοτικών Διαρθρωτικών Ταμείων!
Το ποσό αυτό που ξεπερνά το 90% περίπου του ΑΕΠ “ξέρανε” αντί να “ποτίσει” την εγχώρια παραγωγή, αντί να την αυξήσει και να την βελτιώσει, γεγονός που αποτυπώνεται και στην στρεβλή εικόνα του γεωργικού εισοδήματος.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, δασοκομία, αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε μεταξύ του 1960 και 2010 (δηλαδή όσο “ξοδεύονταν” τα 169 δισ. ευρώ) από 20% σε μόλις 4,8%! Το ενδιαφέρον είναι ότι η πτώση αυτή δεν οφείλεται σε ανάλογης κλίμακας αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η ίδια πτώση καταγράφεται και στο ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, όπου από πλεονασματικό μετατράπηκε σε ελλειμματικό.
Από τις υπάρχουσες έρευνες προκύπτει επίσης ότι στο ίδιο διάστημα η ανταγωνιστικότητα των τιμών των εγχώριων αγροτικών προϊόντων επιδεινώθηκε από το 2000 μέχρι το 2010 -με την είσοδο στο ευρώ- κατά 39%, όταν την ίδια περίοδο η αντίστοιχη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μεταποίησης υποχώρησε κατά 10%...
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενόσω συνέβαιναν αυτά με τα εγχώρια προϊόντα αυξάνονταν οι εισαγωγές αγροτικών και κυρίως κτηνοτροφικών προϊόντων από τις βόρειες χώρες της Ευρωζώνης! Τι συνέβη; Η απάντηση βρίσκεται κατ’ αρχήν στην αλλαγή πολιτική της ΚΑΠ και κατά δεύτερο στο τί είχε αρχίσει ήδη να συμβαίνει με τους Συνεταιρισμούς.
Η “ένοχη” ΚΑΠ και ο... εκμαυλισμός των Συνεταιρισμών
Τα 169 δισ. ευρώ των κοινοτικών επιδοτήσεων θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν την εγχώρια γεωργική παραγωγή τα τελευταία 30-40 χρόνια. Οι όροι όμως με τους οποίους χορηγήθηκαν και οι “φορείς” που τους διαχειρίσθηκαν τα μετέτρεψαν σε ένα μηχανισμό αποδιοργάνωσης και πολιτικής/οικονομικής εκμετάλλευσης:
- Η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) στην αρχική της φάση κατεύθυνε τα κονδύλια των αγροτικών επιδοτήσεων στην επιδότηση της τιμής των προϊόντων με στόχο την απορρόφηση των ευρωπαϊκών προϊόντων έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών. Η πολιτική αυτή ευνόησε σε επίπεδο τιμολογιακού ανταγωνισμού πολύ περισσότερο τα προϊόντα των βόρειων χωρών (λόγω των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και των οικονομιών κλίμακας που εφαρμόζονταν) και πολύ λιγότερο των Μεσογειακών που έτυχαν μικρότερων ενισχύσεων και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία περίπου... κατέρρευσαν ανταγωνιστικά. Όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η πολιτική της ΚΑΠ αλλάζει και στρέφεται στην επιδότηση απευθείας των γεωργικών εισοδημάτων και όχι της παραγωγής, η “ψαλίδα” μεταξύ βορείων (μεγάλων παραγωγικών μονάδων) και νοτίων (μικρών οικογενειακής καλλιέργειας μονάδων) αυξήθηκε ακόμα περισσότερο.
Την ίδια περίοδο οι βορειοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες κάλυπταν σχεδόν εξ ολοκλήρου τις εισαγωγές των νότιων χωρών σε αγροτικά μηχανήματα/εργαλεία , φυτοφάρμακα και λιπάσματα, επηρεάζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί κατακόρυφα η άμεση και έμμεση απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων από τις κατά βάση βιομηχανικές χώρες εις βάρος των “νοτίων”.
- Αντίθετα με ότι συνέβη σε πολλές -μικρές κυρίως- βορειοευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα το “κίνημα” των συνεταιριστικών οργανώσεων δεν οδήγησε σε συγκέντρωση των μικρών καλλιεργειών σε μεγαλύτερες, όπου θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν οικονομίες κλίμακας, αλλά στην “πολιτική” συγκέντρωση της διαχείρισης των επιδοτήσεων.
Τα κυβερνητικά κόμματα, από την δεκαετία του ‘80 και χωρίς καμία διακοπή μετέτρεψαν την πλειονότητα των συνεταιριστικών οργανώσεων σε οργανώσεις πολιτικής πελατείας μέσω της διαχείρισης των τεράστιων ποσών των επιδοτήσεων. Ενδεικτικό των αποτελεσμάτων της “διαχείρισης” αυτής που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι η πολυδιάσπαση της αγροτικής παραγωγής, η αδυναμία ανανέωσης και βελτίωσης των παραγόμενων προϊόντων στην βάση των δυνατοτήτων των αγορών (π.χ. επιμονή σε παραγωγές βαμβακιού κλπ. σε περιόδους μεγάλης πτώσης τιμών) και η πτώση της ανταγωνιστικότητας. Μέρος αυτών των μηχανισμών διαχείρισης ήταν και τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα εκμετάλλευσης των επιδοτήσεων που σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν σε επιστροφές πόρων στις Βρυξέλλες... Αντίθετα σε μικρές βιομηχανικές χώρες του βορρά, όπως π.χ. η Ολλανδία ή το Βέλγιο η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε μέσω των Συνεταιρισμών οι οποίοι βελτίωσαν τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική τους παραγωγή χρηματοδοτώντας την με τις επιδοτήσεις.
Ενδεικτικό παράδειγμα η Ολλανδία, όπου η οποία όπως πρόσφατα δήλωσε κατά την παρουσία του στην Αθήνα ο αρμόδιος Ολλανδός υπουργός κ. Σμιτς «πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό σύστημα. Η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας », είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σμιτς. Στην “μικρή” Ολλανδία ο πρωτογενής (αγροτικός και κτηνοτροφικός) τομέας είναι σήμερα ο μεγαλύτερος “εργοδότης”, προσφέροντας δουλειά σε συνολικά 500.000 ανθρώπους.
* Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από: Eurostat, Eu Budget Finacial Report, μελέτη “Ανάπτυξη της Ελλληνικής Οικονομίας” (συγγραφείς Ν. Καραμούζης, Τ. Αναστασάτος).
Των Γιάννη Αγγέλη, Δημήτρη Κατσαγάνη
* Αναδημοσίευση από το «Κεφάλαιο» της 9ης Φεβρουαρίου 2013
Η φετινή “εμφάνιση” όμως έχει την ιδιαιτερότητά της και για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση δεν βιάζεται -πολιτικά- να βάλει στο “κάδρο” της τηλεοπτικής εικόνας τα… Ματ.
Η διαφορά φέτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι γεωργοί για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται προ των πυλών της “μεγάλης απώλειας”: Το επερχόμενο τέλος των κοινοτικών επιδοτήσεων και η απότομη εισαγωγή τους στο πλαίσιο γενικευμένης φορολόγησης απειλούν με κατάρρευση το “εισόδημα” μιας συρρικνωμένης και εξαιρετικά αδύναμης γεωργικής παραγωγής, σε συνθήκες μειωμένης ευρωπαϊκής ζήτησης.
Η συγκυρία για τους αγρότες είναι πρωτοφανής, αλλά οι συνέπειές της θα εκδηλωθούν από τα μέσα του 2013 και στην συνέχεια.
Το εκπληκτικό είναι ότι, όπως προκύπτει από τις μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την εγχώρια γεωργία, το βασικό στοιχείο της συγκυρίας αυτής είναι αποτέλεσμα της χείριστης χρήσης ενός τεράστιου πακέτου επιδοτήσεων που ξεπερνά τα 169 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές 2010) στο χρονικό διάστημα 1962-2009, στο πλαίσιο της ΚΑΠ και των κοινοτικών Διαρθρωτικών Ταμείων!
Το ποσό αυτό που ξεπερνά το 90% περίπου του ΑΕΠ “ξέρανε” αντί να “ποτίσει” την εγχώρια παραγωγή, αντί να την αυξήσει και να την βελτιώσει, γεγονός που αποτυπώνεται και στην στρεβλή εικόνα του γεωργικού εισοδήματος.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία το μερίδιο του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, δασοκομία, αλιεία) στο ΑΕΠ μειώθηκε μεταξύ του 1960 και 2010 (δηλαδή όσο “ξοδεύονταν” τα 169 δισ. ευρώ) από 20% σε μόλις 4,8%! Το ενδιαφέρον είναι ότι η πτώση αυτή δεν οφείλεται σε ανάλογης κλίμακας αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η ίδια πτώση καταγράφεται και στο ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, όπου από πλεονασματικό μετατράπηκε σε ελλειμματικό.
Από τις υπάρχουσες έρευνες προκύπτει επίσης ότι στο ίδιο διάστημα η ανταγωνιστικότητα των τιμών των εγχώριων αγροτικών προϊόντων επιδεινώθηκε από το 2000 μέχρι το 2010 -με την είσοδο στο ευρώ- κατά 39%, όταν την ίδια περίοδο η αντίστοιχη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μεταποίησης υποχώρησε κατά 10%...
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενόσω συνέβαιναν αυτά με τα εγχώρια προϊόντα αυξάνονταν οι εισαγωγές αγροτικών και κυρίως κτηνοτροφικών προϊόντων από τις βόρειες χώρες της Ευρωζώνης! Τι συνέβη; Η απάντηση βρίσκεται κατ’ αρχήν στην αλλαγή πολιτική της ΚΑΠ και κατά δεύτερο στο τί είχε αρχίσει ήδη να συμβαίνει με τους Συνεταιρισμούς.
Η “ένοχη” ΚΑΠ και ο... εκμαυλισμός των Συνεταιρισμών
Τα 169 δισ. ευρώ των κοινοτικών επιδοτήσεων θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν την εγχώρια γεωργική παραγωγή τα τελευταία 30-40 χρόνια. Οι όροι όμως με τους οποίους χορηγήθηκαν και οι “φορείς” που τους διαχειρίσθηκαν τα μετέτρεψαν σε ένα μηχανισμό αποδιοργάνωσης και πολιτικής/οικονομικής εκμετάλλευσης:
- Η ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) στην αρχική της φάση κατεύθυνε τα κονδύλια των αγροτικών επιδοτήσεων στην επιδότηση της τιμής των προϊόντων με στόχο την απορρόφηση των ευρωπαϊκών προϊόντων έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών. Η πολιτική αυτή ευνόησε σε επίπεδο τιμολογιακού ανταγωνισμού πολύ περισσότερο τα προϊόντα των βόρειων χωρών (λόγω των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και των οικονομιών κλίμακας που εφαρμόζονταν) και πολύ λιγότερο των Μεσογειακών που έτυχαν μικρότερων ενισχύσεων και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία περίπου... κατέρρευσαν ανταγωνιστικά. Όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η πολιτική της ΚΑΠ αλλάζει και στρέφεται στην επιδότηση απευθείας των γεωργικών εισοδημάτων και όχι της παραγωγής, η “ψαλίδα” μεταξύ βορείων (μεγάλων παραγωγικών μονάδων) και νοτίων (μικρών οικογενειακής καλλιέργειας μονάδων) αυξήθηκε ακόμα περισσότερο.
Την ίδια περίοδο οι βορειοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες κάλυπταν σχεδόν εξ ολοκλήρου τις εισαγωγές των νότιων χωρών σε αγροτικά μηχανήματα/εργαλεία , φυτοφάρμακα και λιπάσματα, επηρεάζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί κατακόρυφα η άμεση και έμμεση απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων από τις κατά βάση βιομηχανικές χώρες εις βάρος των “νοτίων”.
- Αντίθετα με ότι συνέβη σε πολλές -μικρές κυρίως- βορειοευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα το “κίνημα” των συνεταιριστικών οργανώσεων δεν οδήγησε σε συγκέντρωση των μικρών καλλιεργειών σε μεγαλύτερες, όπου θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν οικονομίες κλίμακας, αλλά στην “πολιτική” συγκέντρωση της διαχείρισης των επιδοτήσεων.
Τα κυβερνητικά κόμματα, από την δεκαετία του ‘80 και χωρίς καμία διακοπή μετέτρεψαν την πλειονότητα των συνεταιριστικών οργανώσεων σε οργανώσεις πολιτικής πελατείας μέσω της διαχείρισης των τεράστιων ποσών των επιδοτήσεων. Ενδεικτικό των αποτελεσμάτων της “διαχείρισης” αυτής που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι η πολυδιάσπαση της αγροτικής παραγωγής, η αδυναμία ανανέωσης και βελτίωσης των παραγόμενων προϊόντων στην βάση των δυνατοτήτων των αγορών (π.χ. επιμονή σε παραγωγές βαμβακιού κλπ. σε περιόδους μεγάλης πτώσης τιμών) και η πτώση της ανταγωνιστικότητας. Μέρος αυτών των μηχανισμών διαχείρισης ήταν και τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα εκμετάλλευσης των επιδοτήσεων που σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν σε επιστροφές πόρων στις Βρυξέλλες... Αντίθετα σε μικρές βιομηχανικές χώρες του βορρά, όπως π.χ. η Ολλανδία ή το Βέλγιο η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε μέσω των Συνεταιρισμών οι οποίοι βελτίωσαν τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική τους παραγωγή χρηματοδοτώντας την με τις επιδοτήσεις.
Ενδεικτικό παράδειγμα η Ολλανδία, όπου η οποία όπως πρόσφατα δήλωσε κατά την παρουσία του στην Αθήνα ο αρμόδιος Ολλανδός υπουργός κ. Σμιτς «πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό σύστημα. Η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας », είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σμιτς. Στην “μικρή” Ολλανδία ο πρωτογενής (αγροτικός και κτηνοτροφικός) τομέας είναι σήμερα ο μεγαλύτερος “εργοδότης”, προσφέροντας δουλειά σε συνολικά 500.000 ανθρώπους.
* Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από: Eurostat, Eu Budget Finacial Report, μελέτη “Ανάπτυξη της Ελλληνικής Οικονομίας” (συγγραφείς Ν. Καραμούζης, Τ. Αναστασάτος).
Των Γιάννη Αγγέλη, Δημήτρη Κατσαγάνη
* Αναδημοσίευση από το «Κεφάλαιο» της 9ης Φεβρουαρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου