Με βάση το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου θα εξετάσει τα επόμενα βήματα της διαδικασίας διεύρυνσης της ΕΕ. Οι εκθέσεις σχετικά με τη Σερβία και τα Σκόπια θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές από αυτή την άποψη, δεδομένου του ότι θα επιτρέψουν στο Συμβούλιο να καθορίσει το αν έχει γίνει αρκετή πρόοδος για να αποφασίσει σχετικά με τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τις δύο χώρες.
Η έκθεση για το Κοσσυφοπέδιο θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να καθορίσει το εάν είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης (SAA), το πρώτο σημαντικό βήμα στο μακρύ δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό θα είναι μια κοινή έκθεση από την Επιτροπή και την Ύπατη Εκπρόσωπο Catherine Ashton.
Η τελευταία θα επικεντρωθεί στο συνεχή διάλογο μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου, μια διαδικασία η οποία, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου «θα πρέπει σταδιακά να οδηγήσει στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Κοσσυφοπεδίου και Σερβίας με την προοπτική του να είναι σε θέση και οι δύο χώρες να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους και να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους». Εν τω μεταξύ, η συμβολή της Επιτροπής θα επικεντρωθεί στη διαδικασία μεταρρύθμισης. Ειδικότερα, θα αξιολογήσει το βαθμό στον οποίο το Κοσσυφοπέδιο θα έχει εκπληρώσει τις βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες που ορίζονται στην έκθεση προόδου της Επιτροπής του περασμένου Οκτωβρίου σχετικά με το κράτος δικαίου, τη δημόσια διοίκηση, την προστασία των μειονοτήτων και του εμπορίου. Από αυτές τις προτεραιότητες, τα κράτη μέλη θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς και θα πρέπει να πειστούν ότι για την καταπολέμησή τους γίνονται αρκετά.
Μια γενικά θετική αξιολόγηση θα επιτρέψει στην Κομισιόν να προτείνει διαπραγματευτικές οδηγίες για τη σύναψη και έγκριση μιας SAA από το Συμβούλιο. Αυτό θα αποτελέσει μια σημαντική ενδυνάμωση των προσπαθειών του Κοσσυφοπεδίου προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και με την επιτάχυνση του ρυθμού του διαλόγου μεταξύ Πρίστινας και Βελιγραδίου, η πιθανότητα μιας ευνοϊκής απόφασης από το Συμβούλιο για τη Σερβία θα ήταν καλός οιωνός για μια εξίσου θετική απόφαση για το Κοσσυφοπέδιο.
Όπως και με το Κοσσυφοπέδιο, η έκθεση που θα υποβληθεί στο Συμβούλιο σε σχέση με τη Σερβία, στην οποία χορηγήθηκε νομική υπόσταση υποψήφιας προς ένταξη χώρας τον Μάρτιο του περασμένου έτους, θα είναι κοινή από την Κομισιόν και την Ύπατη Εκπρόσωπο Catherine Ashton. Η συμβολή της Κομισιόν θα είναι επικεντρωμένη στις μεταρρυθμίσεις μετά από τις συστάσεις που περιέχονται στην έκθεση προόδου της Κομισιόν του περασμένου Οκτωβρίου. Θα περιέχει πειστικά επιχειρήματα τα οποία θα επισημάνουν τις αποφασιστικές προσπάθειες της σερβικής κυβέρνησης για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, κυρίως στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης, της καταπολέμησης της διαφθοράς και της καταπολέμησης των διακρίσεων και την προστασία των μειονοτήτων. Η Σερβία έχει την τύχη να έχει μια ισχυρή δημόσια διοίκηση, η οποία θα είναι ένα πολύτιμο πλεονέκτημα στη διαδικασία ένταξής της στην ΕΕ.
Ωστόσο, το επίκεντρο της προσοχής για τα κράτη μέλη της ΕΕ θα είναι η αξιολόγηση από την Ύπατη Εκπρόσωπο για την βελτίωση των σχέσεων με το Κοσσυφοπέδιο. Η βασική προτεραιότητα του Συμβουλίου θα είναι ο καθορισμός του εάν θα πρέπει να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Σερβία ή όχι. Η προσωπική δέσμευση της Ύπατης Εκπροσώπου Ashton στο διάλογο μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας είναι μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη. Αν και θα ήταν λάθος να υποτιμήσει κανείς το επίπεδο των δυσκολιών, το γεγονός ότι ο διάλογος έχει ήδη φέρει σε επαφή τους προέδρους και τους πρωθυπουργούς και από τις δύο πλευρές, αντίστοιχα, όχι μόνον για μία, αλλά πολλές φορές είναι ένα θετικό μήνυμα για την προθυμία να επιτευχθεί πρόοδος. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι η επιθυμία και των δύο πλευρών να βρουν ρεαλιστικές λύσεις στα εκκρεμή ζητήματα, όπως η αποκέντρωση των δυνάμεων στις σερβικές κοινότητες, ιδιαίτερα στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, θα επιβεβαιωθεί κατά τον επόμενο γύρο των συνομιλιών (εκ των οποίων προβλέπονται επί της παρούσης οκτώ τον αριθμό) μεταξύ των δύο πρωθυπουργών στις 2 Απριλίου, ακόμα και αν καμία εκ των δύο πλευρών προς το παρόν επιθυμεί να υποχωρήσει σε θέματα νομικής υπόστασης. Η ένωση των τοπικών αρχών στα Σκόπια, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας-Πλαισίου της Οχρίδας το 2001, θα μπορούσε να προσφέρει ένα χρήσιμο προηγούμενο για την υπέρβαση των εθνοτικών εντάσεων, συγκεντρώνοντας σε ένα σώμα δημοτικές αρχές από διαφορετικές εθνοτικές συνθέσεις που εργάζονται για κοινούς στόχους οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Ένα άλλο θετικό στοιχείο που θα βοηθήσει το Συμβούλιο να καθορίσει τη θέση του σχετίζεται με τις πρόσφατες προσπάθειες της Σερβίας να ανανεώσει την ενεργή συμβολή της στην περιφερειακή συνεργασία, καθώς και τη βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές της, όπως η Κροατία, ο πρωθυπουργός της οποίας επισκέφθηκε τη Σερβία πρόσφατα. Οι εξελίξεις αυτές θεωρούνται ως περαιτέρω απόδειξη της φιλοδοξίας της Σερβίας να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας προσχώρησης στην ΕΕ χωρίς καθυστέρηση.
Δυστυχώς, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τα Σκόπια, τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με μια δραματική πολιτική κατάσταση. Η βίαιη αποβολή όχι μόνο όλων των δημοσιογράφων, αλλά και των βουλευτών της αντιπολίτευσης από την αίθουσα του Κοινοβουλίου στη συνέλευση της 24ης Δεκεμβρίου ήταν μια τραγική υπενθύμιση της συνεχιζόμενης αποτυχίας της κυβέρνησης Gruevski να συμμετάσχει στον οποιοδήποτε ουσιαστικό πολιτικό διάλογο τα τελευταία χρόνια. Αιτία των δραματικών αυτών γεγονότων ήταν οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης να αφαιρέσει αυτό που εξέλαβε ως μη παραγωγική δαπάνη (που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το αμφιλεγόμενο σχέδιο Σκόπια 2014) από τον προϋπολογισμό της χώρας. Αν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είναι άμεμπτα σε αυτό το θέμα, η κυβέρνηση, ωστόσο, δε προέβη σε καμία προσπάθεια για την αποκατάσταση των ζημιών ή ακόμη και να προσφέρει ένα κλαδί ελιάς. Αντ’ αυτού, στις αρχές του Φεβρουαρίου, προέβη σε μια αλλαγή των κανόνων διαδικασίας του κοινοβουλίου για να περιορίσει τη συζήτηση, παρά την απουσία των κομμάτων της αντιπολίτευσης που συνέχισαν να μποϋκοτάρουν το κοινοβούλιο μετά την αποβολή τους από αυτό.
Οι τελευταίες εξελίξεις, καθώς και η απροθυμία της κυβέρνησης να προάγει ένα πνεύμα συμβιβασμού οδήγησαν στην περαιτέρω διάβρωση των βασικών δημοκρατικών αξιών και προτύπων στη χώρα, καθώς και στην εμβάθυνση της δυσπιστίας σε μια ήδη βαθιά διαιρεμένη κοινωνία. Οι πρόσφατες βίαιες διεθνοτικές συγκρούσεις στους δρόμους της πρωτεύουσας (μεταξύ της Αλβανικής κοινότητας που αποτελείται από πάνω από το 25% του πληθυσμού και την πλειοψηφία της κοινότητας των Σκοπίων) έχουν προστεθεί στον αυξημένο βαθμό δυσφορίας, ενώ η άρνηση της κυβέρνησης να ανεχτεί την οποιαδήποτε κριτική σχετικά με τον χειρισμό της κατάσταση έχει επιδεινώσει το κλίμα του φόβου και της αυτο-λογοκρισίας.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη στάση της κυβέρνησης προς τα μέσα ενημέρωσης, και η οποία έχει εγγυηθεί συχνές επιπλήξεις από τον εκπρόσωπο ης OSCE για την ελευθερία του Τύπου, καθώς επίσης και από κάθε διεθνή οργάνωση των μέσων ενημέρωσης. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη ελευθερίας του Τύπου, που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο από «τους δημοσιογράφους χωρίς σύνορα», τα Σκόπια βρίσκονται στην 116η θέση μεταξύ 179 κρατών, σημειώνοντας πτώση 22 θέσεων από το 2012, και περισσότερες από 70 θέσεις από το 2009, όταν βρισκόταν στην 34η θέση. (οι αντίστοιχες κατατάξεις για τη Σερβία είναι η 65η θέση το 2009 και η 63η το 2013). Τα μηνύματα από την ΕΕ διαστρεβλώνονται πάντα από τα κρατικά ελεγχόμενα media,ενώ οι λίγοι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι που επιμένουν, υπόκεινται σε συνεχή εκφοβισμό και παρενόχληση. Αυτό από μόνο του είναι ένα συγκλονιστικό κατηγορητήριο για τη σημερινή κυβέρνηση των Σκοπίων.
Με τον κίνδυνο οι φιλοδοξίες της χώρας για ένταξη στην ΕΕ να εκτροχιαστούν πλήρως, ο Επίτροπος Stefan Fule, συνοδευόμενος από τον εισηγητή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα Σκόπια, Howitt, και τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Buzek, προχώρησαν σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης 11 ωρών, την 1η Μαρτίου. (η παρουσία του Buzek, ενός υψηλόβαθμου και σεβαστού μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με το οποίο συνδέεται το κυβερνών κόμμα του Gruevski, μαζί με τον Howitt, ένα μέλος της ομάδας της προοδευτικής συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, είχε χωρίς αμφιβολία στόχο την άσκηση επιπλέον πίεσης τόσο στο κυβερνών κόμμα όσο και στην αντιπολίτευση».
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μετά από πολλές ώρες συζητήσεων, προσέφερε μια προσωρινή αναστολή. Προβλέπει από την αντιπολίτευση να λήξει το μποϋκοτάζ της και να συμμετέχει στις τοπικές εκλογές, με αντάλλαγμα μια δέσμευση από την κυβέρνηση ότι θα αρχίσουν συνομιλίες με την αντιπολίτευση μετά από τις τοπικές εκλογές, για τον καθορισμό μιας ημερομηνίας για την διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών. Το τελευταίο αποτελεί ένα από τα αιτήματα της αντιπολίτευσης (οι τελευταίες εκλογές έλαβαν χώρα το 2011). Η συμφωνία που επιτεύχθηκε επίσης προβλέπει τη διεξαγωγή ενός διαλόγου για το καθεστώς της δημοκρατίας στη χώρα, καθώς και τη δημιουργία μιας επιτροπής που θα ερευνήσει τα γεγονότα της 24ης Δεκεμβρίου. Η προηγούμενη εμπειρία ωστόσο θα οδηγούσε κάποιον να σκεφτεί ότι αφού θα έχουν περάσει οι τοπικές εκλογές, δεν θα θέλει και πολύ να μην τηρηθεί αυτή η επισφαλής υπόσχεσης.
Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις τοπικές εκλογές, ο πρώτος γύρος έλαβε χώρα στις 24 Μαρτίου σε μια σχετικά ήρεμη ατμόσφαιρα, ύστερα από μια εκστρατεία που αμαυρώθηκε από τον εκφοβισμό και τις συχνές παρατυπίες που διαπράχθησαν κυριως από το κυβερνών κόμμα VMRO-DPMNE, που καταχράται τον έλεγχό του στα media και στη δημόσια διοίκηση. Η έκθεση του OSCE/ODIHR για τις εκλογές που εκδόθηκε στις 25 Μαρτίου, αναφέρεται σε «αξιόπιστες καταγγελίες για εκβιασμό και κατάχρηση κρατικών πόρων σε όλη την εκστρατεία». Ο δεύτερος γύρος είναι προγραμματισμένος για τις 7 Απριλίου, αν και η έλλειψη ισότιμων όρων ανταγωνισμού εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη νομιμότητα του συνολικού αποτελέσματος.
Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι η διαφωνία με την Ελλάδα για την ονομασία που έχει τραβήξει την περισσότερη προσοχή στο διάλογο για την ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και έχει προσφέρει ένα βολικό αποδιοπομπαίο τράγο για την τωρινή κυβέρνηση στο να αποσπάει την προσοχή από τη σοβαρή εσωτερική πολιτική κατάσταση και την έλλειψη βούλησης να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε πολιτικό διάλογο.
Είναι ατυχές το γεγονός ότι η έκθεση προόδου της Κομισιόν το 2012 έκανε μια σύντομη μόνο αναφορά στην ανάγκη για ενισχυμένο πολιτικό διάλογο. Ωστόσο στα προηγούμενα χρόνια, για παράδειγμα στην έκθεση προόδου του 2009 η οποία περιελάμβανε μια σύσταση ότι πρέπει να τεθεί μια ημερομηνία για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ή στην έκθεση του 2010, το ζήτημα του πολιτικού διαλόγου έτυχε μεγαλύτερες σημασία και πάντα αναφερόταν ως βασική προτεραιότητα. Όπως αποδεικνύον τα γεγονότα της παραμονής των προηγουμένων Χριστουγέννων, η έλλειψη διαλόγο εντός του πολιτικού και θεσμικού συστήματος, παραμένει ένα μεγάλο ζήτημα στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό η ανακοίνωση του Επιτρόπου Fule στις 15 Φεβρουαρίου με την οποία καλεί τους πολιτικούς ηγέτες να «αναλάβουν την ευθύνη και να βρουν μια λύση, επιδεικνύοντας την ωριμότητα των δημοκρατικών θεσμών και βάζοντας το καλύτερο συμφέρον για τη χώρα και τους πολίτες της πρώτα», ήταν ευπρόσδεκτη, αν και θα είχε μεγαλύτερη επίδραση εάν γινόταν πριν από μερικούς μήνες. Ο υψηλού επιπέδου ενταξιακός διάλογος που ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο, και ο οποίος βοήθησε να εστιαστεί η προσοχή ης κυβέρνησης στις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, αντιπροσωπεύει, όπως και η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου ανέδειξε, μόνο ένα βραχυπρόθεσμο κίνητρο, το οποίο ξεκάθαρα δεν είναι αρκετό στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον στη χώρα.
Ίσως ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν εντός τροχιάς οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της χώρας και να την αποτρέψουν από το να βυθιστεί σε περαιτέρω πολιτική αστάθεια, θα ήταν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης χωρίς καθυστέρηση. Η παρεμβατική φύση της διαδικασίας ένταξης θα εξασφάλιζε καλύτερο έλεγχο στην συμπεριφορά της κυβέρνησης, μια πιο σταθερή απόδοση στην επίτευξη των κριτηρίων ένταξης και έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο που να δείχνει στην κυβέρνηση ότι η βαθιά ριζωμένη εθνικιστική της ατζέντα είναι ασυμβίβαστη με τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες, πόσο μάλλον με την εκπλήρωση των φιλοδοξιών των πολιτών της για ένα πιο σταθερό μέλλον. Η Ελλάδα θα πρέπει να πειστεί ότι η πολιτική σταθερότητα στη γειτονιά της θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα δικά της συμφέροντα. Επιτρέποντας στις διαπραγματεύσεις να ξεκινήσουν, θα ήταν επίσης ένας κατάλληλος τρόπος για τον εορτασμό της 10ης επετείου της Συνόδου Κορυφής στη Θεσσαλονίκη το 2003, η οποία αποτέλεσε βάση για τις βαλκανικές χώρες σε ό,τι αφορά στην ένταξή τους στην ΕΕ.
Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή για την ατζέντα της διεύρυνσης όπου διακυβεύονται ανταγωνιστικά συμφέροντα, μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι η περαιτέρω διεύρυνση είναι ένα βαρύ φορτίο που η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει στο τρέχον οικονομικό κλίμα, και των άλλων που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η επέκταση των συνόρων της ειρήνης και της ασφάλειας, ώστε να συμπεριλαμβάνει τις βαλκανικές χώρες, θα καταστήσει την ΕΕ ένα ασφαλέστερο μέρος.
Για να αντιμετωπίσει τους δύσπιστους, θα είναι σημαντικό για την ΕΕ να αποδείξει ότι η τρέχουσα στρατηγική της συνεχίζει να προσφέρει μερίσματα, όπως συμβαίνει σίγουρα στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας. Επίσης, θα πρέπει να είναι έτοιμη να υιοθετήσει τη στρατηγική της όπου είναι απαραίτητο, όπως στην περίπτωση των Σκοπίων, χρησιμοποιώντας ό,τι μόχλευση έχει σε έναν πιο άμεσο και συνεπή τρόπο και διασφαλίζοντας ότι οι στόχοι της πολιτικής και στρατηγικής της σε αυτή την περιοχή, βασίζονται στην αξιολόγηση της προόδου και όχι αντίστροφα. Θα πρέπει μάλλον να χρησιμοποιήσει τις κραυγαλές αδυναμίες στη διαδικασία μεταρρύθμισης ως ένα επιχείρημα για να πείσει τα κράτη-μέλη ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να διασφαλιστεί η σταθερότητα καθώς και μεγαλύτερος έλεγχος της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Όπως δήλωσε ο Επίτροπος Fule ενώπιον της προαναφερθείσας βρετανικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, η αυστηρή εφαρμογή των όρων στις διαπραγματεύσεις διεύρυνσης, θα βοηθούσε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη διαδικασία, από τους πολίτες τόσο εντός των κρατών μελών όσο και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες.
Με τον κίνδυνο οι φιλοδοξίες της χώρας για ένταξη στην ΕΕ να εκτροχιαστούν πλήρως, ο Επίτροπος Stefan Fule, συνοδευόμενος από τον εισηγητή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα Σκόπια, Howitt, και τον πρώην πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Buzek, προχώρησαν σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης 11 ωρών, την 1η Μαρτίου. (η παρουσία του Buzek, ενός υψηλόβαθμου και σεβαστού μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με το οποίο συνδέεται το κυβερνών κόμμα του Gruevski, μαζί με τον Howitt, ένα μέλος της ομάδας της προοδευτικής συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, είχε χωρίς αμφιβολία στόχο την άσκηση επιπλέον πίεσης τόσο στο κυβερνών κόμμα όσο και στην αντιπολίτευση».
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μετά από πολλές ώρες συζητήσεων, προσέφερε μια προσωρινή αναστολή. Προβλέπει από την αντιπολίτευση να λήξει το μποϋκοτάζ της και να συμμετέχει στις τοπικές εκλογές, με αντάλλαγμα μια δέσμευση από την κυβέρνηση ότι θα αρχίσουν συνομιλίες με την αντιπολίτευση μετά από τις τοπικές εκλογές, για τον καθορισμό μιας ημερομηνίας για την διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών. Το τελευταίο αποτελεί ένα από τα αιτήματα της αντιπολίτευσης (οι τελευταίες εκλογές έλαβαν χώρα το 2011). Η συμφωνία που επιτεύχθηκε επίσης προβλέπει τη διεξαγωγή ενός διαλόγου για το καθεστώς της δημοκρατίας στη χώρα, καθώς και τη δημιουργία μιας επιτροπής που θα ερευνήσει τα γεγονότα της 24ης Δεκεμβρίου. Η προηγούμενη εμπειρία ωστόσο θα οδηγούσε κάποιον να σκεφτεί ότι αφού θα έχουν περάσει οι τοπικές εκλογές, δεν θα θέλει και πολύ να μην τηρηθεί αυτή η επισφαλής υπόσχεσης.
Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις τοπικές εκλογές, ο πρώτος γύρος έλαβε χώρα στις 24 Μαρτίου σε μια σχετικά ήρεμη ατμόσφαιρα, ύστερα από μια εκστρατεία που αμαυρώθηκε από τον εκφοβισμό και τις συχνές παρατυπίες που διαπράχθησαν κυριως από το κυβερνών κόμμα VMRO-DPMNE, που καταχράται τον έλεγχό του στα media και στη δημόσια διοίκηση. Η έκθεση του OSCE/ODIHR για τις εκλογές που εκδόθηκε στις 25 Μαρτίου, αναφέρεται σε «αξιόπιστες καταγγελίες για εκβιασμό και κατάχρηση κρατικών πόρων σε όλη την εκστρατεία». Ο δεύτερος γύρος είναι προγραμματισμένος για τις 7 Απριλίου, αν και η έλλειψη ισότιμων όρων ανταγωνισμού εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη νομιμότητα του συνολικού αποτελέσματος.
Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι η διαφωνία με την Ελλάδα για την ονομασία που έχει τραβήξει την περισσότερη προσοχή στο διάλογο για την ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και έχει προσφέρει ένα βολικό αποδιοπομπαίο τράγο για την τωρινή κυβέρνηση στο να αποσπάει την προσοχή από τη σοβαρή εσωτερική πολιτική κατάσταση και την έλλειψη βούλησης να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε πολιτικό διάλογο.
Είναι ατυχές το γεγονός ότι η έκθεση προόδου της Κομισιόν το 2012 έκανε μια σύντομη μόνο αναφορά στην ανάγκη για ενισχυμένο πολιτικό διάλογο. Ωστόσο στα προηγούμενα χρόνια, για παράδειγμα στην έκθεση προόδου του 2009 η οποία περιελάμβανε μια σύσταση ότι πρέπει να τεθεί μια ημερομηνία για την έναρξη των διαπραγματεύσεων ή στην έκθεση του 2010, το ζήτημα του πολιτικού διαλόγου έτυχε μεγαλύτερες σημασία και πάντα αναφερόταν ως βασική προτεραιότητα. Όπως αποδεικνύον τα γεγονότα της παραμονής των προηγουμένων Χριστουγέννων, η έλλειψη διαλόγο εντός του πολιτικού και θεσμικού συστήματος, παραμένει ένα μεγάλο ζήτημα στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό η ανακοίνωση του Επιτρόπου Fule στις 15 Φεβρουαρίου με την οποία καλεί τους πολιτικούς ηγέτες να «αναλάβουν την ευθύνη και να βρουν μια λύση, επιδεικνύοντας την ωριμότητα των δημοκρατικών θεσμών και βάζοντας το καλύτερο συμφέρον για τη χώρα και τους πολίτες της πρώτα», ήταν ευπρόσδεκτη, αν και θα είχε μεγαλύτερη επίδραση εάν γινόταν πριν από μερικούς μήνες. Ο υψηλού επιπέδου ενταξιακός διάλογος που ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο, και ο οποίος βοήθησε να εστιαστεί η προσοχή ης κυβέρνησης στις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, αντιπροσωπεύει, όπως και η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου ανέδειξε, μόνο ένα βραχυπρόθεσμο κίνητρο, το οποίο ξεκάθαρα δεν είναι αρκετό στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον στη χώρα.
Ίσως ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν εντός τροχιάς οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της χώρας και να την αποτρέψουν από το να βυθιστεί σε περαιτέρω πολιτική αστάθεια, θα ήταν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης χωρίς καθυστέρηση. Η παρεμβατική φύση της διαδικασίας ένταξης θα εξασφάλιζε καλύτερο έλεγχο στην συμπεριφορά της κυβέρνησης, μια πιο σταθερή απόδοση στην επίτευξη των κριτηρίων ένταξης και έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο που να δείχνει στην κυβέρνηση ότι η βαθιά ριζωμένη εθνικιστική της ατζέντα είναι ασυμβίβαστη με τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες, πόσο μάλλον με την εκπλήρωση των φιλοδοξιών των πολιτών της για ένα πιο σταθερό μέλλον. Η Ελλάδα θα πρέπει να πειστεί ότι η πολιτική σταθερότητα στη γειτονιά της θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα δικά της συμφέροντα. Επιτρέποντας στις διαπραγματεύσεις να ξεκινήσουν, θα ήταν επίσης ένας κατάλληλος τρόπος για τον εορτασμό της 10ης επετείου της Συνόδου Κορυφής στη Θεσσαλονίκη το 2003, η οποία αποτέλεσε βάση για τις βαλκανικές χώρες σε ό,τι αφορά στην ένταξή τους στην ΕΕ.
Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή για την ατζέντα της διεύρυνσης όπου διακυβεύονται ανταγωνιστικά συμφέροντα, μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι η περαιτέρω διεύρυνση είναι ένα βαρύ φορτίο που η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει στο τρέχον οικονομικό κλίμα, και των άλλων που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η επέκταση των συνόρων της ειρήνης και της ασφάλειας, ώστε να συμπεριλαμβάνει τις βαλκανικές χώρες, θα καταστήσει την ΕΕ ένα ασφαλέστερο μέρος.
Για να αντιμετωπίσει τους δύσπιστους, θα είναι σημαντικό για την ΕΕ να αποδείξει ότι η τρέχουσα στρατηγική της συνεχίζει να προσφέρει μερίσματα, όπως συμβαίνει σίγουρα στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας. Επίσης, θα πρέπει να είναι έτοιμη να υιοθετήσει τη στρατηγική της όπου είναι απαραίτητο, όπως στην περίπτωση των Σκοπίων, χρησιμοποιώντας ό,τι μόχλευση έχει σε έναν πιο άμεσο και συνεπή τρόπο και διασφαλίζοντας ότι οι στόχοι της πολιτικής και στρατηγικής της σε αυτή την περιοχή, βασίζονται στην αξιολόγηση της προόδου και όχι αντίστροφα. Θα πρέπει μάλλον να χρησιμοποιήσει τις κραυγαλές αδυναμίες στη διαδικασία μεταρρύθμισης ως ένα επιχείρημα για να πείσει τα κράτη-μέλη ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να διασφαλιστεί η σταθερότητα καθώς και μεγαλύτερος έλεγχος της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Όπως δήλωσε ο Επίτροπος Fule ενώπιον της προαναφερθείσας βρετανικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, η αυστηρή εφαρμογή των όρων στις διαπραγματεύσεις διεύρυνσης, θα βοηθούσε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη διαδικασία, από τους πολίτες τόσο εντός των κρατών μελών όσο και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες.
του Erwan Fouere
Πηγή:www.ceps.eu
Πηγή:www.ceps.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου