Μετά τη λύση Κύπρου στο θέμα της αναδιάρθρωσης προβληματικών τραπεζών και παρά τις διαψεύσεις ότι δεν επίκειται γενίκευση αυτής της λύσης ως μοντέλου για την Ε.Ε. άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους και στον ελληνικό οικονομικό Τύπο αναλύσεις σχετικά με το ποιες τράπεζες πρέπει να θεωρούνται σίγουρες για έναν καταθέτη.
Γράφει ο Γιάννης Παπαδόπουλος, επ. καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών ΠΑΜΑΚ
Οι «μεγαλοκαταθέτες» άνω των 100.000 ευρώ έχουν ήδη βαφτιστεί συλλήβδην επενδυτές, συνεπώς οφείλουν να σταθμίζουν τους πιθανούς κινδύνους από την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε κλειστούς λογαριασμούς, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις τοποθετήσεις τους σε μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια ή πλέον και ομόλογα του δημοσίου. Αυτή η νέα αντίληψη, που δείχνει να παγιώνεται στην Ευρώπη, έχει στη βάση της το λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο» (moral hazard), δηλαδή την ανάγκη υπευθυνοποίησης των οικονομικών παικτών απέναντι στο ενδεχόμενο να χάσουν τα λεφτά τους από την ανάληψη υπερβολικών ρίσκων, που μέχρι πρόσφατα καλύπτονταν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, δηλαδή τους φορολογούμενους.
Αυτή όμως η νέα αντίληψη είναι εξόχως προβληματική για σειρά από λόγους. Κατ’ αρχήν, για να λειτουργεί σωστά η κινητροδότηση από τον ηθικό κίνδυνο, απαιτείται σωστός επιμερισμός ευθυνών για την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Όμως στην περίπτωση της Κύπρου όλες οι τράπεζες πέρασαν με άνεση τα «τεστ κοπώσεως» (stress tests) της Ε.Ε. το καλοκαίρι του 2011, παρότι ήταν ήδη γνωστή η πολύ μεγάλη πιστωτική επέκταση (υπερμόχλευση) του τραπεζικού τομέα και η υπερβολική έκθεση σε ελλαδικά ομόλογα που είχαν υποβαθμιστεί σε junk bonds (και ήταν ήδη γνωστό ότι θα γινόταν ένα περιορισμένο κατ’ αρχήν κούρεμα των ιδιωτών ομολογιούχων). Η δε Κυπριακή Δημοκρατία είχε ήδη απολέσει την πρόσβαση στις αγορές και όδευε ολοταχώς προς διάσωση με δανειακή σύμβαση και μνημόνιο. Όμως ο ευρωπαϊκός μηχανισμός αναδιάρθρωσης τραπεζών ESM, που χρηματοδοτείται από τον ευρωπαίο φορολογούμενο πολίτη, δεν ανέλαβε το ποσοστό ευθύνης που του αναλογούσε καλύπτοντας ένα μέρος του χρηματοδοτικού κενού του κυπριακού προγράμματος, με αποτέλεσμα να κουρευτούν και αθώοι καταθέτες.
Επίσης η λογική του ηθικού κινδύνου παραμερίζεται αναγκαστικά ενώπιον της λεγόμενης «ασυμμετρίας της πληροφόρησης», δηλαδή των δοσοληψιών σε αγορές όπου το ένα μέρος έχει καλύτερη ή περισσότερη πρόσβαση σε πληροφορίες από το άλλο. Τέτοια είναι και η τραπεζική αγορά: Μόνο οι ρυθμιστικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να έχουν πλήρη και ουσιαστική εποπτεία της ποιότητας των τραπεζικών ισολογισμών και όχι ασφαλώς το γενικό αποταμιευτικό κοινό. Γι’ αυτό προβλέπεται η λειτουργία των εμπορικών τραπεζών μόνον κατόπιν διοικητικής αδείας των αρμόδιων αρχών, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να έχουν όσα στοιχεία ζητούν από τις διοικήσεις και να προλαμβάνουν το συστημικό ρίσκο από τα αμφιβόλου ποιότητας χαρτοφυλάκια δανείων ή από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με χρηματοοικονομικά παράγωγα. Οποιοδήποτε άλλο καθεστώς, που θα βασιζόταν στον εμπεριστατωμένο έλεγχο από πλευράς των ίδιων των καταθετών, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων δυνατό να λειτουργήσει, χωρίς να πλήξει τη στοιχειώδη τραπεζική πίστη. Από τη στιγμή μάλιστα που τόσο η μισθοδοσία των δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων όσο και τα διαθέσιμα των επιχειρήσεων διακινούνται υποχρεωτικά μέσω τραπεζικών λογαριασμών, κάθε καλόπιστος παρατηρητής θα δεχτεί ότι εδώ δεν μιλάμε για «επενδυτικά προϊόντα» αλλά για καταθέσεις, δηλαδή για την αποταμιευτική βάση του τραπεζικού συστήματος επί της οποίας εδράζεται η δυνατότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
http://www.makthes.gr/news/opinions/102655/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου