Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Νέα αντιπαράθεση για τη λιτότητα


Του Γιάννη Παπαδόπουλου,
επ. καθηγητή ΠΑΜΑΚ


Τον τελευταίο καιρό αναζωπυρώθηκε η αντιπαράθεση γύρω από τις πολιτικές λιτότητας στην Ευρωζώνη. Για ακόμη μία φορά οι ΗΠΑ και το ΔΝΤ αντιτάχθηκαν στη γερμανική κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης, οι οποίες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στους ισοσκελισμένους εθνικούς προϋπολογισμούς σε περίοδο ύφεσης, είναι ολέθριες.

Για τους μεν αυτό που προέχει τώρα είναι να επανεκκινήσει άμεσα η μηχανή της οικονομίας, για να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης και να διανεμηθεί εισόδημα που να στηρίζει ικανοποιητικά την εγχώρια ζήτηση, ενώ για τους δε μία ανάπτυξη με χρέη και χωρίς εξαγωγικό προσανατολισμό δεν έχει νόημα, έστω κι αν βραχυπρόθεσμα μπορεί να ανακουφίσει μεγάλες μάζες ανέργων.

Σε αυτό το σημείο είναι σαφές ότι η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα γύρω από τη σημασία των δημόσιων επενδύσεων ως εργαλείου αντικυκλικής πολιτικής, δηλαδή ως μέσου ανάταξης του οικονομικού κύκλου, πάσχει από απροσδιοριστία λόγω γενικεύσεων. Μία βασική διάκριση που πρέπει να γίνει είναι αυτή μεταξύ των «κεφαλαιουχικών» και των λεγόμενων «καταναλωτικών» δαπανών του δημοσίου. Εφόσον προσφερόταν σήμερα ζεστό ευρωπαϊκό χρήμα σε κεφαλαιουχικές δαπάνες, δηλαδή σε δαπάνες για επενδύσεις που δημιουργούν ή επεκτείνουν την παραγωγική βάση μιας χώρας, αυτό είναι σίγουρο ότι θα δημιουργούσε οικονομίες κλίμακος σε όλη την επικράτεια, θα παρήγαγε υψηλή προστιθέμενη αξία, θα αύξανε άμεσα την απασχόληση και θα προκαλούσε νέα ζήτηση μέσω αξιοπρεπών μισθών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα χρηματοδοτούμενα έργα και οι ωφελούμενες επιχειρήσεις θα επιλέγονταν με αδιάβλητα, καθαρά επαγγελματικά κριτήρια. Αν αυτό συνέβαινε, θα μπορούσαν να μοχλευτούν και πολλά λιμνάζοντα ιδιωτικά κεφάλαια, που απλώς δεν επιθυμούν -εντελώς ορθολογικά- να τοποθετηθούν σήμερα στην Ελλάδα λόγω του υψηλού ρίσκου. Εφόσον όμως τα χρήματα πήγαιναν μόνο σε «καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου» (κοινώς σε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες για την εξασφάλιση χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων φωλεών προσοδοθηρίας τόσο εντός του δημοσίου όσο και εντός του συναλλασσόμενου με αυτόν ιδιωτικού τομέα), το όφελος στην πραγματική οικονομία από την επιπλέον κυκλοφορία χρήματος θα ήταν ιδιαιτέρως βραχυπρόθεσμο.


Όταν χάνεται αγοραστική δύναμη, αυτό φέρνει υπερικανότητες παραγωγής (δηλαδή πλεονάζον πάγιο κεφάλαιο), οπότε οι κεφαλαιοκράτες συνήθως κλείνουν τις μονάδες παραγωγής και αυξάνουν την ανεργία, βυθίζοντας την οικονομία ακόμη περισσότερο στην ύφεση λόγω πτώσης της ενεργού ζητήσεως. Ο Κέινς το διέβλεψε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 και επιχειρηματολόγησε πειστικά ότι σε τέτοιες φάσεις του κύκλου το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων οφείλει να μπει στην αρένα, για να αναπληρώσει προσωρινά τη χαμένη ζήτηση των ιδιωτών αυξάνοντας τις κεφαλαιουχικές δαπάνες του.


Σήμερα, παρά τις σημαντικές διαφορές στο επιτόκιο δανεισμού και καταθέσεων, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να θεωρούν το ρίσκο δανεισμού τόσο υψηλό, που προτιμούν να καλύπτουν απλώς με το εισερχόμενο χρήμα τις απαιτήσεις για κεφαλαιακή επάρκεια. Προτιμούν επίσης να εισπράττουν από τους τόκους των καταθέσεων που ανοίγουν στην ΕΚΤ και από κατασχέσεις υποτιμημένων πια περιουσιακών στοιχείων. Γενικά προτιμούν να φυτοζωούν παρά να κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή να δανείζουν σε όσους τολμηρούς θεωρούν ότι είναι καιρός να ανοίξουν ή να επεκτείνουν μία επιχείρηση στην Ελλάδα. Αυτό ονομάζεται «παγίδα ρευστότητας». Ούτε τεράστια αποθέματα πρώτων υλών διαθέτουμε ούτε βέβαια μεγάλη τεχνογνωσία, ικανότητα τεχνολογικής καινοτομίας ή οικονομίες κλίμακος ούτε από την άλλη ιδιαίτερα χαμηλό εργατικό κόστος και εργασιακές σχέσεις αναπτυσσόμενων χωρών. Οι δε διαρθρωτικές αλλαγές στην προσφορά, πρωτίστως η άρση των φορολογικών αδικιών, των διοικητικών ανεπαρκειών και των στρεβλώσεων στην αγορά ενέργειας δεν γίνονται βραχυπρόθεσμα ούτως ή άλλως, συνεπώς δεν θα προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις μόνο από αυτές.
Σε αυτή τη συγκυρία είναι που θα έπρεπε να έρθουν τα ομόλογα έργων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση έργων υποδομών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μέχρις ότου συμβεί αυτό όμως, οι μισθοί και οι αποτιμήσεις θα συνεχίσουν να αποπληθωρίζονται, αυξάνοντας παράλληλα το βάρος του δημόσιου χρέους λόγω διαρκούς μείωσης του ΑΕΠ της χώρας.


http://www.makthes.gr/news/opinions/103731/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου