Με την υποβολή των προσφορών θα ακολουθήσει μια πρώτη περίοδος, τουλάχιστον ενός μηνός, όπου οι εταιρείες θα κληθούν να παρέξουν διευκρινήσεις και ν’ αποσαφηνίσουν τις προθέσεις τους ως προς το management των εταιρειών ενώ στην συνέχεια θα γίνει η αξιολόγηση των οικονομικών προσφορών η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα κρατήσει 2 με 3 εβδομάδες, φθάνοντας έτσι αισίως στα μέσα Ιουλίου οπότε η πολιτική ηγεσία θα κληθεί ν’ αποφασίσει και να εγκρίνει τις όποιες αποφάσεις της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ. Όμως, όποια και εάν είναι η απόφαση, κυβέρνησης και ΤΑΙΠΕΔ, δεν θα είναι δεσμευτική εάν δεν εγκριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Όπερ και σημαίνει ότι ουσιαστική εξέταση του θέματος δεν θα είναι δυνατό να ξεκινήσει πριν τις αρχές Σεπτεμβρίου καθ’ ότι οι μήνες Ιούλιος – Αύγουστος είναι οι ιεροί μήνες ξεκούρασης και αναζωογόνησης των απανταχού ευρωκρατών. Άρα στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή εάν δεν υπάρξουν σοβαρά κωλύματα, οι όποιες αποφάσεις δεν θα γίνουν γνωστές πριν τα τέλη Οκτωβρίου, το οποίο μας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι εάν όλα εξελιχθούν πολύ ομαλά τα συμβόλαια πώλησης για ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ θα μπορέσουν αν υπογραφούν εντός του Νοεμβρίου με μετρητά να εισρέουν στα ταμεία του ΤΑΙΠΕΔ όχι πριν τα τέλη Δεκεμβρίου 2013.
Βέβαια, οι περισσότεροι παρατηρητές της ενεργειακής αγοράς προβλέπουν ότι τόσο η περίοδος υποβολής προσφορών όσο και αυτή της αξιολόγησης δεν πρόκειται να κυλήσει ομαλά καθ' ’τι ήδη έχουν διατυπωθεί σειρά ενστάσεων επί της ακολουθούμενης διαδικασίας από τους διαγωνιζόμενους ενώ δεν έχουν λείψει και κάποιες περίεργες απαιτήσεις, όπως λ.χ. να δοθεί η εγγύηση στον αγοραστή για την είσπραξη των οφειλών των ηλεκτροπαραγωγών προς την ΔΕΠΑ. Από την μία πλευρά έχουμε το Δημόσιο μέσω του ΤΑΙΠΕΔ να θέτει παράλογους όρους, όπως αυτόν με την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης της προσφοράς από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε., και από την άλλη έχουμε την Gazprom, η οποία αυτή την στιγμή εμφανίζεται ως ο επικρατέστερος αγοραστής, να απαιτεί να συμφωνηθεί όρος περί αντιστροφής της πώλησης της ΔΕΠΑ εφόσον αλλάξουν οι όροι φορολόγησης στην αγορά ενέργειας στην Ελλάδα. Είναι τόση πλέον η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί γύρω από την επιχειρούμενη αποκρατικοποίηση ώστε οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν ήδη άδοξο τέλος και πιθανή ακύρωση του διαγωνισμού σε αυτό το στάδιο.
Αυτή ενδεχομένως να ήτο και η πλέον ορθή λύση στην παρούσα αρνητική οικονομική συγκυρία όπου η κυβέρνηση, παρά την θετική στάση τελευταίως του Βερολίνου, αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με την συνεχιζόμενη ύφεση – η οποία δεν προβλέπεται μικρότερη του 5.0% για εφέτος – την διογκουμένη ανεργία, η υψηλότερη σε ποσοστό σε όλη την Ευρώπη, και το καθημερινό κλείσιμο εκατοντάδων επιχειρήσεων. Παράλληλα με αυτά τα προβλήματα, λόγω της επιπόλαιης επιλογής της να προωθήσει κατά προτεραιότητα την πώληση της ΔΕΠΑ, η κυβέρνηση έχει τώρα από την μια πλευρά ν’ αντιμετωπίσει την μεγάλη δυσφορία της Αμερικανικής κυβέρνησης η οποία επ’ ουδενί τρόπο επιθυμεί να δει την πλέον σημαντική Ελληνική ενεργειακή εταιρεία, από στρατηγικής άποψης, να εντάσσεται στην δικαιοδοσία της Μόσχας, και από την άλλη εδώ και δύο μήνες εισπράττει σε καθημερινή βάση τα όλως επικριτικά σχόλια του Κρεμλίνου για την σχεδίαση του διαγωνισμού πώλησης, αφού αυτός δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Gazprom.
Είναι προφανές και στον πλέον ουδέτερο παρατηρητή ότι ο συγκεκριμένος διαγωνισμός περισσότερα προβλήματα έχει δημιουργήσει παρά διεξόδους έχει προσφέρει στην κυβέρνηση. Μέχρι στιγμής το μόνο που έχει καταφέρει
η προσπάθεια πώλησης της ΔΕΠΑ είναι να διαταράξει τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας με Ρωσία και ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η ΔΕΠΑ ουδέποτε υπήρξε μια προβληματική εταιρεία, η οποία εδώ και χρόνια, από τότε που ολοκληρώθηκαν οι βασικές υποδομές του φυσικού αερίου στη χώρα, δεν λαμβάνει ουδεμία κρατική ή άλλη επιχορήγηση, και η οποία με εντεινόμενους ρυθμούς – παρά το αρνητικό οικονομικό κλίμα – εισφέρει σταθερά παραγωγικό έργο με συνεχείς επενδύσεις και τεχνογνωσία. Απόδειξη ότι η ΔΕΠΑ είναι μια από τις ελάχιστες κερδοφόρες και οικονομικά υγιείς εταιρείες του Δημοσίου. Μια εταιρεία που το δημόσιο δεν είχε κανένα απολύτως λόγο να σπεύσει, και μάλιστα κατά προτεραιότητα να αποκρατικοποιήσει, απολλύοντας έτσι ένα σοβαρό οικονομικό και γεωπολιτικό asset. Την στιγμή μάλιστα που η χώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να επανατοποθετηθεί στο γεωπολιτικό ορίζοντα της ΝΑ Ευρώπης διεκδικώντας την διέλευση μέσω Ελληνικών εδαφών ορισμένων αγωγών στρατηγικής σημασίας, όπως λ.χ. μέρος του Νοτίου Διαδρόμου, μέσω του ΤΑΡ, ή την εξαγωγή του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου (βλέπε κοιτάσματα Κύπρου – Ισραήλ) μέσω του προταθέντος αγωγού East Med.
Η απώλεια του διδύμου ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ σε αυτή την κρίσιμη χρονική συγκυρία ασφαλώς και δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα αφού το οικονομικό αντίτιμο, όσο υψηλό και εάν είναι αυτό - και ας μας επιτραπεί εδώ να παρατηρήσουμε ότι το valuation που έχει γίνει υπολείπεται κατά τουλάχιστον 50% της πραγματικής αξίας της Επιχείρησης – δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να αποζημιώσει το δημόσιο από ένα εξειδικευμένο και πρώτης τάξεως εργαλείο άσκησης οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής που διέθετε μέχρι σήμερα. Διότι στο μεν εσωτερικό μέτωπο μέσω της ΔΕΠΑ η κυβέρνηση μπορεί να επηρεάζει τα πράγματα στη παραγωγή μέσω μίας συνετούς τιμολογιακής πολιτικής, προσφέροντας τ’ απαραίτητα κίνητρα, στη δε εξωτερική πολιτική η ΔΕΠΑ προσφέρει το απαραίτητο εκείνο υπόβαθρο για την συμμετοχή της Ελλάδος στο εν εξελίξει γεωπολιτικό παιχνίδι της περιοχής. Ο νέος ιδιοκτήτης της ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ αποκτά πλέον αυτός τον έλεγχο των κινήσεων, η δε πολιτική που θ’ ακολουθήσει δεν θα είναι κατ’ ανάγκη συμβατή με τα εθνικά συμφέροντα. Κάθε άλλο μάλιστα εάν λάβουμε υπ’ όψη δηλώσεις και θέσεις των ιθυνόντων των Ρωσικών εταιρειών που διεκδικούν την ΔΕΠΑ - ΔΕΣΦΑ.
Και το ερώτημα παραμένει για το ποιος ηλίθιος εισηγήθηκε στη κυβέρνηση την κατά προτεραιότητα πώληση της ΔΕΠΑ εάν υποθέσουμε ότι δεν ήτο απαίτηση της Τρόικα. Αλλά και εάν ήτο, η τρικομματική κυβέρνηση μπορούσε να προτείνει με άνεση επιχρημάτων, εναλλακτικές λύσεις ξεκινώντας την αποκρατικοποίηση του ενεργειακού τομέα από την πώληση του 35%, ποσοστού του Δημοσίου στα ΕΛ.ΠΕ. και μετά ενός αντίστοιχου ποσοστού στην ΔΕΗ. Μάλιστα στην περίπτωση των ΕΛ.ΠΕ. η πώληση του ποσοστού αυτού, όπως έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει, είναι σχετικά εύκολη υπόθεση και δεν παρουσιάζει νομικά ή άλλα προβλήματα καθ’ ότι η Ελληνικά Πετρέλαια είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο των Αθηνών και η μετοχή της τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει υποστεί απώλειες αλλά αντιθέτως έχει διατηρήσει την αξία της με αυξητικές τάσεις. Η πώληση του ποσοστού αυτού συμπεριλαμβανομένου και σχετικού premium Θα μπορούσε τη δεδομένη στιγμή να εισφέρει στα ταμεία του Δημοσίου άνετα 1.0 δις ευρώ, δηλ. όσο περιμένει η κυβέρνηση από την ΔΕΠΑ. Άραγε τις δεσμεύσεις έχει αναλάβει η κυβέρνηση Σαμαρά που την εμποδίζουν να ακολουθήσει την οδό της λογικής και την έχουν ωθήσει σε τεθλασμένες και αδιέξοδες καταστάσεις όπως αυτή της ΔΕΠΑ;
του Κ.Ν.Σταμπολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου